Ο Χαραλάμπης (Χαρίλης)


Ο Χαραλάμπης ήταν μια γραφική βιβλική φυσιογνωμία, των χρόνων 1930-1965 περίπου, και του οποίου η παρουσία στο μεσσηνιακό χώρο υπήρξε, νομίζω, θετική. Περιφερόταν στα χωριά και στις πόλεις της Μεσσηνίας, πάντα βιαστικός και συνιστούσε στον κόσμο προσευχή και νηστεία, για την σωτηρία της ψυχής. Σε μερικά σημεία, έμοιαζε του φτωχού Ναζωραίου. Περπατούσε ξυπόλητος, έκανε νηστεία, προσευχή, και όλα τα υπάρχοντά του ήταν ένας λερωμένος σάκος που έφερε μόνιμα στον ώμο του, με λίγο ψωμί και ένα μικρό μπουκάλι λάδι, για να ανάβει τα καντήλια των εκκλησιών. «Αι αλωπεκές φωλεάς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε υιός του ανθρώπου, ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη» (Λουκάς 9-58). Το ίδιο και ο Χαρίλης, δεν είχε που την κεφαλήν κλίνη. 

Είχε πολλά ακατάστατα και φουντωτά μαλλιά, πυκνά μακριά γένια και από τον λαιμό του κρεμόταν ένας ξύλινος σταυρός. Τα ρούχα του ήταν πολύ τριμμένα, λερωμένα και σχισμένα, ενώ στη μέση του είχε περιτυλίξει ένα σακί. Το κάτω μέρος του παντελονιού του το είχε δέσει με σπάγκο και σπάνια φορούσε και τίποτα σχισμένα παπούτσια.


Ήταν, πράγματι, γραφική βιβλική μορφή και ποτέ δεν αποκάλυψε την καταγωγή του. Πολλοί έλεγαν ότι καταγόταν από πλούσια οικογένεια και ότι, νέος, ήταν φοιτητής Ιατρικής. Το βέβαιο είναι ότι ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος και πραγματικός οδοιπόρος της ζωής. Γύριζε τα χωριά της Μεσσηνίας και όπου νύχτωνε, εκεί κοιμόταν, συνήθως στα ξωκκλήσια, τα οποία σκούπιζε και άναβε τα καντήλια τους.

Ήταν πάντα βιαστικός, δεν ήθελε πολλές συναναστροφές, προτιμούσε να μένει και να κινείται μόνος του και όταν κάποιος τον χαιρετούσε, αντί άλλων, του έλεγε: «αύριο είναι Παρασκευή να νηστέψεις και να προσευχηθείς» και έφευγε βιαστικός σαν να πήγαινε σε κάποια σοβαρή και επείγουσα αποστολή. Όταν τον καλούσες να φάει ή να κοιμηθεί, μονολογούσε: «έχω δουλειά, έχω δρόμο» και άλλα δικά του και έφευγε. Δεν γελούσε ποτέ, αλλά δεν έδειχνε και στενοχωρημένος για τη στερημένη ζωή του.

Βιβλίο δεν κρατούσε ποτέ στα χέρια του, ήξερε όμως πολλά θρησκευτικά πράγματα και βέβαια, όλες τις γιορτές των Αγίων. Παρότι φρόντιζε τις εκκλησίες και κοιμόταν στα ξωκκλήσια, δεν πήγαινε ποτέ στη Θεία Λειτουργία και δεν είχε πολλές σχέσεις με τους παπάδες. Ο λόγος ήταν, κατά την γνώμη μου, ότι ο Χαρίλης ήταν φανατικός παλαιοημερολογίτης και φυσικά δεν είχε επαφές και σχέσεις με τους νεοημερολογίτες παπάδες και εκκλησίες.


Είχα την τιμή (το πιστεύω ειλικρινά) να τον έχω γνωρίσει προσωπικά, να έχω συζητήσει μαζί του και να έχουμε εκκλησιαστεί μαζί, το 1948, στο παλαιοημερολογίτικο μοναστήρι του Παναγουλάκη, στην Καλαμάτα. Επομένως, ο Χαρίλης πήγαινε στην εκκλησία, αρκεί να ήταν παλαιοημερολογίτικη. Έλεγε ότι για να προσευχηθεί κάποιος καλά, πρέπει να είναι μόνος του, σε ερημιά, μακριά από τον κόσμο, σε ξωκκλήσια, τα οποία καλό θα ήταν να χτίζονται σε ψηλά μέρη, γιατί ψηλά βρίσκεται ο Θεός. Από το Μαγγανιακό είχε περάσει πολλές φορές και είχε κάνει αίσθηση η βαθιά πίστη του, η γραφική εμφάνισή του και η λιτοδίαιτη ζωή του.

Όπως αινιγματικά εμφανίσθηκε στον μεσσηνιακό χώρο έτσι και έφυγε, χωρίς κανείς να γνωρίσει ποτέ ακριβώς που γεννήθηκε και πότε πέθανε. Η γνώμη μου είναι ότι τέτοιου είδους Χριστιανοί και οδοιπόροι στην ζωή αφήνουν με την παρουσία τους θετικό έργο στη θρησκευόμενη κοινωνία και τους αξίζει η τιμή και ο τίτλος του «Οσίου».