Τουρκοκρατία - Επανάσταση 1821


Η Μεσσηνία, όπως και όλες οι άλλες περιοχές της Ελλάδας, μετά την άλωση της Κων/πολης το 1453 έπεσε στα χέρια των Τούρκων κατακτητών. Οι Τούρκοι, αμέσως, την χώρισαν σε δύο πασαλίκια, το δυτικό με έδρα τη Μεθώνη και το ανατολικό, με έδρα την Κορώνη. Κάθε πασαλίκι χωριζόταν σε επαρχίες (καζάδες) και κάθε επαρχία σε τιμάρια (χωριά). Πολλά τιμάρια είχαν δοθεί σε Τούρκους οι οποίοι είχαν ανδραγαθήσει στους πολέμους και είχαν τιμηθεί, οι λεγόμενοι σπαχήδες, οι οποίοι διοικούσαν τα χωριά, ή μάλλον τα καταδυνάστευαν, και έπαιρναν τους φόρους. Ακόμα, είχαμε τα μεγάλα κτήματα (τσιφλίκια) των κοτζαμπάσηδων και τα μαγκούφικα, δηλαδή τα κτήματα των τζαμιών και των μοναστηριών, που δεν πλήρωναν φόρους.

Παράλληλα με την τουρκική ηγεσία, υπήρχε και η λεγόμενη χριστιανική ηγεσία, αφού ο Σουλτάνος για να διοικεί καλύτερα τους χριστιανικούς λαούς έδωσε κάποια προνόμια στην Εκκλησία, τα οποία οι εκπρόσωποί της, τις περισσότερες φορές, τα άσκησαν για το συμφέρον του υπόδουλου γένους, μερικές όμως φορές τα άσκησαν για προσωπικό τους συμφέρον και όφελος, ιδίως οι επίσκοποι, ενώ οι απλοί παπάδες πάντοτε συμπαραστάθηκαν στο σκλαβωμένο λαό. Πρέπει να ομολογήσουμε ότι στα άσχημα εκείνα χρόνια για την πατρίδα μας πολλοί από τους εξέχοντες τότε συμπατριώτες μας, λαϊκοί και κληρικοί, δε στάθηκαν στο ύψος τους κοντά στο δοκιμαζόμενο λαό, τους ραγιάδες, αλλά επεδίωξαν με κάθε θεμιτό και αθέμιτο τρόπο να πετύχουν διάφορα οφέλη (οφίτσια) από τους Τούρκους κατακτητές. Όταν δε το 1821 οι ραγιάδες μαζί με τους προδομένους τότε από τους κοτζαμπάσηδες και τον ανώτερο κλήρο κλέφτες αποφάσισαν να αποτινάξουν το ζυγό της δουλείας, μετά τις πρώτες επιτυχίες της επανάστασης, αμέσως βγήκαν στο προσκήνιο οι καιροσκόποι προύχοντες για να καρπωθούν τα οφέλη από τη νέα τάξη πραγμάτων, σπέρνοντας ακόμη και τη διχόνοια μεταξύ των αγωνιστών προκειμένου να πετύχουν τους άθλιους σκοπούς τους. Τέλος, ένα μέρος της διοίκησης ασκούσαν οι αιρετοί δημογέροντες ή προεστοί ή κοτζαμπάσηδες, όπως τους έλεγαν οι Τούρκοι, οι οποίοι, εκτός της διοίκησης, είχαν και την αποστολή της είσπραξης και απόδοσης των φόρων στους Τούρκους.

Το Μαγγανιακό υπαγόταν διοικητικά, σαν τιμάριο, στην καζάδα της Ανδρούσας του πασαλικιού της Κορώνης και από τους πρώτους χρόνους της Τουρκοκρατίας, δόθηκε σαν τιμάριο σε Τούρκο Σπαχή. Μετά το θάνατο του Σπαχή, όλη η περιοχή Μαγγανιακού ανήκε σε Τούρκο Αγά, ο οποίος είχε στην κατοχή του, εκτός από τα χωράφια και πολλά γιδοπρόβατα που βοσκούσαν κυρίως στην περιοχή του βουνού πίσω από το Παλιόκαστρο. Επειδή οι ραγιάδες τον νόμιζαν για καλό Αγά, συγκριτικά με άλλους Αγάδες του Πασαλικιού, η περιοχή που είχε τα κονάκια του και τα γιδοπρόβατά του, ονομάσθηκε και ονομάζεται μέχρι σήμερα «καλός-Αγάς», Καλλιγάς.

Η παρουσία κάποιων Τούρκων κατοίκων στην περιοχή Μαγγανιακού βεβαιώνεται από τα διάφορα τοπωνύμια του χωριού τούρκικης προέλευσης και τα υπάρχοντα ίχνη τούρκικου νεκροταφείου. Στη θέση Τουρκοκήβουρα, 1500 μέτρα περίπου νότια του χωριού, υπάρχουν ίχνη παλιού νεκροταφείου, το οποίο από την ονομασία και μόνο της τοποθεσίας συμπεραίνουμε ότι ήταν τούρκικο νεκροταφείο.  Ακόμα, στη θέση Κουρντάρα (ονομασία τούρκικης προέλευσης) δύο χιλιόμετρα περίπου ανατολικά του χωριού, στα χωράφια του Φ. Αργυρόπουλου και Π. Ψαρούλη, υπάρχουν ίχνη οικισμού, πιθανόν κάποιων μεμονομένων Τούρκων κτηνοτρόφων.

Το ίδιο, όμως, το χωριό Μαγγανιακό, το κατοικούσαν πάντοτε Χριστιανοί κάτοικοι, όπως αυτό αποδεικνύεται από τις διάφορες απογραφές που έγιναν κατά καιρούς, από Φράγκους, Ενετούς και Τούρκους κατακτητές (βλέπε απογραφή Grimani κλπ). Η κατοίκηση του Μαγγανιακού από Χριστιανούς (Έλληνες) και μόνο κατοίκους, αποδεικνύεται και από την μεγάλη προσφορά του χωριού σε όλους τους αγώνες για την λευτεριά της πατρίδας, όπως στην Αρκαδιά (Κυπαρισσία), στο Μανιάκι και σε όλους τους άλλους αγώνες.

Το Μαγγανιακό κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας, ήταν ένα συνηθισμένο χωριό. Όμως, στα χρόνια της επανάστασης του γένους, το 1821, αριθμούσε 40 οικογένειες και είχε εξελιχθεί, οικονομικά, σε αρκετά σημαντικό χωριό, με μεγάλη προσφορά στην επανάσταση.  Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως οι στρατιώτες του Ιμπραήμ, το 1825, στην μανία τους να ξεριζώσουν τα πάντα στην Μεσσηνία, πέρασαν και από το Μαγγανιακό και έκαψαν οκτώ σπίτια, ξερίζωσαν όλα τα αμπέλια στην σημερινή θέση Παλιάμπελα και όλες τις ελιές του χωριού. Την ίδια μέρα, κατέκαψαν το Ανδρομονάστηρο και τη μονή Βουλκάνου, προκαλώντας τεράστιες καταστροφές, ιδίως στις αγιογραφίες των μονών.

Οι Τούρκοι στο πέρασμά τους από το χωριό, εκτός των άλλων, έκαψαν και το μαγαζάκι του χωριού που βρισκόταν μεταξύ της βρύσης και του σημερινού σπιτιού του Α. Κωνσταντόπουλου. Το μαγαζάκι ξαναχτίστηκε στην ίδια θέση και ανήκε στην ιδιοκτησία της οικογένειας των Δημητρακοπουλαίων. Όμως, με το πέρασμα του χρόνου, πάλι καταστράφηκε και τα θεμέλια του υπήρχαν μέχρι προ μερικών χρόνων που έγινε η διαμόρφωση της σημερινής πλατείας του χωριού. Δυστυχώς, με τα διάφορα έργα κατέστρεψαν τα θεμέλια, αν και κατά την γνώμη μου αποτελούσαν ιστορικό μνημείο για το χωριό μας.

Όπως μου είχε διηγηθεί ο αείμνηστος παππούς μου (από μητέρα μου) Φάνης Καρακαϊδός, όταν τα ασκέρια του Ιμπραήμ πέρασαν από το Μαγγανιακό, οι κάτοικοι για να γλιτώσουν τη σφαγή από τους Τουρκοαιγύπτιους, φόρτωσαν στα ζώα τους τα πιο απαραίτητα πράγματα και τρόφιμα και όλοι μαζί ανέβηκαν από την Κριθαρίτσα (τοποθεσία δυτικά του χωριού) στην Κόφτρα (βουνό), για να βλέπουν από εκεί, που είχε αγνάντι, τις κινήσεις των στρατιωτών. Τη γιαγιά του, που ήταν δώδεκα χρόνων και άρρωστη κείνες τις ημέρες, την φόρτωσαν πάνω στο ψαρί αλογάκι του πατέρα της μαζί με άλλα πράγματα, και στη μέση της Κόφτρας, επειδή το αλογάκι κιότεψε από το πολύ βάρος, την πήρε ο πατέρας της καλικότσα (στην πλάτη του) και την ανέβασε στην κορυφή του βουνού.

Η μεγαλύτερη, όμως, καταστροφή των δέντρων του Μαγγανιακού και όλης γενικά της Μεσσηνίας, από τους Τουρκοαιγύπτιους, έγινε το 1827. Οι μεγάλες, τότε, δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, πιεζόμενες από την κοινή γνώμη των χωρών τους, που είχε συγκινηθεί από το δράμα των Ελλήνων, συνυπέγραψαν στις 6 Ιουλίου 1827 τη Σύμβαση του Λονδίνου, η οποία προέβλεπε την απελευθέρωση και την δημιουργία μικρού αυτόνομου ελληνικού κράτους, το οποίο θα περιελάμβανε την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες. 

Ο Ιμπραήμ, διέταξε τότε τα στρατεύματά του να κάψουν όλη την Μεσσηνία και να κόψουν όλα τα καρποφόρα δέντρα της, υπολογίζοντας έτσι να κάμψει τους επαναστατημένους Μεσσήνιους και να τους οδηγήσει στην υποταγή και στο προσκύνημα των Οθωμανών. Έτσι, θα εμφάνιζε διεθνώς την υπόθεση της απελευθέρωσης, ως υπόθεση άνευ αντικειμένου, αφού οι επαναστάτες θεληματικά, κατά την δική του άποψη, θα είχαν επανέλθει κάτω από την οθωμανική κυριαρχία.

Τα σχέδια του όμως αυτά ευτυχώς δεν πραγματοποιήθηκαν, γιατί πρώτον οι Μεσσήνιοι δε γονάτισαν και δεν προσκύνησαν τους Οθωμανούς, αλλά με υπομονή και καρτερικότητα άντεξαν τη συμφορά τους, και δεύτερον επειδή τον Οκτώβριο του ίδιου έτους (1827), με το απροσδόκητο γεγονός της ναυμαχίας του Ναυαρίνου, ο στόλος του Ιμπραήμ καταστράφηκε και ο ίδιος υποχρεώθηκε, στις 28 Σεπτεμβρίου του 1828, να εγκαταλείψει τη μεσσηνιακή γη και όλη την επαναστατημένη τότε Ελλάδα και να φύγει για την Αίγυπτο.

Το Μαγγανιακό, στα προ της επανάστασης χρόνια, ήταν οικονομικά ανθηρό. Είχε καλή γεωργική παραγωγή, ιδιαίτερα ελιές, αμπέλια, βελανίδι για τη βαφή των ρούχων, σταφίδα, η καλλιέργεια της οποίας είχε αρχίσει το 1700 από τους Ενετούς και βέβαια σημαντική κτηνοτροφία. Στις πλούσιες τότε σε νερό πηγές του, δούλευαν στην περιοχή του χωριού διάφοροι νερόμυλοι, για το άλεσμα του σιταριού και νεροτριβές, για την κατεργασία των μάλλινων ρούχων, όπως στην θέση Λεκωσιά 300 μέτρα νότια του χωριού, στην θέση Βελανιδιά, 2 χιλ. νότια του χωριού και σε άλλες θέσεις.

Ίχνη μνημείων, της εποχής εκείνης, έχουν εντοπισθεί και σε πολλά άλλα σημεία του χωριού, μεταξύ των οποίων και οι εξής θέσεις:
α). Ίχνη θεμελίων παλιάς εκκλησιάς, στην θέση Εκκλησούλες, 1000 μέτρα περίπου δυτικά του χωριού.
β). Ίχνη παλιού νεκροταφείου, στη θέση Μεταλλότρυπα, 1500 μέτρα περίπου νοτιοδυτικά του χωριού.
γ). Ίχνη θεμελίων παλιάς εκκλησιάς, στη θέση Κοκκοροβιθιά, στο κτήμα του Α. Δημόπουλου, αφιερωμένη, σύμφωνα με την παράδοση, στη μνήμη των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.

Η ανέγερση μικρών εκκλησιών σε διάφορα αγροτικά σημεία παρατηρείται σε όλη σχεδόν την Πελοπόννησο στα γύρω του 1700 χρόνια. Την εποχή εκείνη, πολλά από τα νοικοκυριά συνήθιζαν να ζουν με τα ζώα τους σε μικρούς οικισμούς σκορπισμένους στις αγροτικές περιοχές, όπου έκτιζαν και μικρές εκκλησίες για τις  θρησκευτικές  τους ανάγκες. Μετά όμως το 1700, εγκατέλειψαν σιγά-σιγά τους μικροοικισμούς και συγκρότησαν χωριά, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Οι λόγοι ήταν περισσότερο οικονομικοί. Τα χρόνια εκείνα το 90% του πληθυσμού της Πελοποννήσου ήταν αγροτικός και μάλιστα κτηνοτροφικός. Πολλά από τα μικρονοικοκυριά, για να βρίσκονται κοντά στα ζώα τους, συνήθιζαν τα σπιτάκια τους να τα κτίζουν δίπλα από τα γαλάρια των ζώων τους και όταν μαζεύονταν, για περισσότερη ασφάλεια και συντροφιά, δύο-τρία μαζί νοικοκυριά, συγκροτούσα έναν μικροοικισμό.
   
Το Μαγγανιακό είχε επισκεφθεί επανειλημμένα ο Γέρος του Μοριά Θ. Κολοκοτρώνης και είχε φιλοξενηθεί στο σπίτι του φίλου του Κορωνιού (το μικρό όνομα του Κορωνιού μας είναι άγνωστο). Το σπίτι του Κορωνιού ήταν το ερειπωμένο σήμερα παλιό Κορωναίικο σπίτι, όπου κατοικούσε μέχρι το 1947 η οικογένεια του Ηλία Παναγιωτόπουλου (Τσούκαλου). Στους τοίχους της ανατολικής και δυτικής πλευράς του σπιτιού υπάρχουν πολεμίστρες, ένδειξη ότι ο Κορωνιός ήταν παλικάρι και είχε φτιάξει το σπίτι του σαν μικρό κάστρο, ώστε να μπορεί να αμύνεται στις επιθέσεις των εχθρών που, εκείνο τον καιρό δεν ήταν άλλοι από τους Τούρκους. Ο Κορωνιός εξοντώθηκε μαζί με άλλους 280 μικρούς και μεγάλους καπετάνιους και 600 παλικάρια στην Αρκαδία, δυστυχώς για το έθνος μας, κάτω από τις ακόλουθες συνθήκες:

Την 1η του Φλεβάρη, το 1806, ο οπλαρχηγός από τον Αϊτό της Τριφυλίας, Γιώργος Κοσμάς ή Μπέλκος, βοηθούμενος από τους Κολοκοτρωναίους, λήστεψε τον αρχιμανδρίτη Άνθιμο Ανδριανόπουλο, κοτζάμπαση των Γαργαλιάνων και σύμβουλο του Τούρκου διοικητή. Ο Άνθιμος, συνοδεία σωματοφυλάκων. μετέφερε στην Τριπολιτσά τους φόρους που προορίζονταν για τους Τούρκους και τον Πατριάρχη Καλλίνικο τον Δ' (1801-1806). Ο Μπέλκος έκανε τη βίαιη αυτή πράξη, γιατί ο αρχιμανδρίτης του χρωστούσε χρήματα και δεν του τα έδινε, από τότε που τον είχε κάπο του (σωματοφύλακα). Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, όλοι οι κλέφτες χαρακτηρίστηκαν από τους Τούρκους σαν ληστές και το Πατριαρχείο, απερίσκεπτα, τους αφόρισε όλους και έστρεψε τον κλήρο και τον λαό εναντίον τους.  Αποτέλεσμα όλου αυτού του διωγμού ήταν να αποδεκατιστούν οι κλέφτες και να χαθεί έτσι το πιο πολύτιμο και έμπειρο στα όπλα έμψυχο υλικό που είχε τότε ο τόπος μας, απαραίτητο λίγα χρόνια αργότερα για τον αγώνα της λευτεριάς. Δυστυχώς, στους διωγμούς αυτούς εξοντώθηκε, κοντά στην Αρκαδιά, από τα αποσπάσματα του Αλή Τσεκούρα και ο συμπατριώτης μας και φίλος του Κολοκοτρώνη Κορωνιός, μαζί με άλλα παλικάρια της περιοχής μας.

Μεταξύ των διασωθέντων γνωστών μας οπλαρχηγών ήταν ο Θοδωράκης Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, ο Αναγωσταράς, ο Παναγιώτης Κεφάλας και ο Αλεξ. Ντάρας, οι οποίοι κατόρθωσαν να φθάσουν στα Κύθηρα και στην Μάνη και από εκεί να καταφύγουν στην Ζάκυνθο, όπου ο Κολοκοτρώνης, 36 ετών τότε, κατατάγηκε στον αγγλικό στρατό της Επτανήσου. Ο Κολοκοτρώνης περνούσε από το Μαγγανιακό, όπως είπαμε, και διανυκτέρευε στο σπίτι του Κορωνιού, γιατί κάθε χρόνο πήγαινε στην Ανδρούσα να ανάψει ένα κεράκι στο σημείο όπου οι Τούρκοι είχαν θανατώσει (σουβλίσει) τον παππού του Γιάννη Κολοκοτρώνη.

Το 1768 η Τσαρίνα της Ρωσίας Αικατερίνη κήρυξε  πόλεμο κατά του Σουλτάνου και οι Έλληνες πείστηκαν από τους Ρώσους, μέσω του Έλληνα λοχαγού του Ρωσικού στρατού Γεωργ. Παπαζώλη, ότι ήταν δήθεν η κατάλληλη στιγμή να ξεσηκωθούν για την λευτεριά τους. Πράγματι, όταν ο ρωσικός στόλος της Βαλτικής κατέπλευσε στο Αιγαίο, πολλοί Έλληνες ξεσηκώθηκαν κατά των Τούρκων. Όταν η μοίρα του στόλου που διοικούσε ο Θεοδ. Ορλώφ έφθασε στο Οίτυλο, όλοι οι Μανιάτες, με αρχηγό τον Γιώργο Μαυρομιχάλη, και οι Μεσσήνιοι και οι Αρκάδες, με αρχηγό το Γιάννη Κολοκοτρώνη, ξεσηκώθηκαν και ενώθηκαν με τις ρωσικές δυνάμεις.

Παρά τις αρχικές επιτυχίες τους, (κατάληψη Καλαμάτας, Πύλου κλπ), οι Ρώσοι και οι επαναστατημένοι Έλληνες, δεν κατάφεραν να συντρίψουν τους Τούρκους. Τελικά, οι Ρώσοι απέπλευσαν από την Ελλάδα παίρνοντας μαζί τους μερικούς μόνο Έλληνες, κυρίως τους επισκόπους, αφήνοντας τον υπόλοιπο ξεσηκωμένο ελληνικό λαό έρμαιο της τύχης του και των τούρκικων σπαθιών. Ο Γιάννης Κολοκοτρώνης και ο Γιάννης Μαυρομιχάλης με τα παλικάρια τους κλείστηκαν στο οχυρό του Μελισσόπυργου, στο χώρο της σημερινής πανηγυρίστρας της Μεσσήνης, και αφού αντέταξαν ηρωική άμυνα τελικά υπέκυψαν στις μεγάλες τούρκικες δυνάμεις. Ο μεν Μαυρομιχάλης σκοτώθηκε ηρωικά επί τόπου, ο δε Κολοκοτρώνης, τραυματισμένος, πιάστηκε αιχμάλωτος και δέσμιος οδηγήθηκε στην Ανδρούσα, όπου θανατώθηκε με ανασκολοπισμό (παλούκωμα). Εκεί λοιπόν πήγαινε κάθε χρόνο ο εγγονός του Θοδωράκης, περνώντας από το Μαγγανιακό, για να ανάψει ένα κεράκι στον παππού του. Στον ξεσηκωμό του γένους για την λευτεριά, το 1821, το Μαγγανιακό τίμησε με την έμψυχη και υλική παρουσία του τη μακραίωνη ιστορία του.

Όταν τον Μάιο του 1825, ο Παπαφλέσσας αποφάσισε, με άδεια της Κυβέρνησης του Γ. Κουντουριώτη, στην οποία ήταν Υπουργός των Εσωτερικών, να ανακόψει την καταστροφική πορεία του Ιμπραήμ και να αναπτερώσει το πεσμένο ηθικό των επαναστατημένων Ελλήνων, περνώντας από την περιοχή μας για το Μανιάκι, τον ακολούθησαν πολλά παλικάρια μεταξύ των οποίων και δύο Μαγγανικίτες. Το όνομα του ενός παλικαριού δεν μας είναι ακριβώς γνωστό, ίσως ήταν ο Γεωργιλάς, το δεύτερο όμως παλικάρι ήταν ο Γιάννης Μπούτος, ο οποίος παρέμεινε πιστός μέχρι τέλους στον Παπαφλέσσα και έπεσε, ηρωικά, μαζί του στο πεδίο της μάχης και της τιμής. Το παλικάρι αυτό είχε τη μάνα του και δύο αδελφές, ενώ τον πατέρα του τον είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι. Όταν έφθασε η είδηση της έκκλησης του Παπαφλέσσα για το Μανιάκι, ήταν πάνω σε μια ελιά, στο χωράφι τους στη θέση Σβωρίστρες. Μόλις άκουσε την είδηση, πήδηξε από την ελιά, αγκάλιασε τη μάνα του και τις αδελφές του και έτρεξε κοντά στα άλλα παλικάρια που πήγαιναν στο Μανιάκι και βέβαια δεν ξαναγύρισε ποτέ πια σπίτι του.

Ο Παπαφλέσσας, με τα παλικάρια του, διανυκτέρευσαν στο χωριό Δραΐνα και την επόμενη μέρα ταμπουρώθηκαν στο Μανιάκι, περιμένοντας τον βέβαιο θάνατό τους, όπως και έγινε! Η αυτοθυσία αυτή δίδαξε τους Έλληνες και ολόκληρο τον τότε κόσμο, πόσο ωραίο και υπέροχο και άγιο είναι να αποθνήσκει κανείς για την λευτεριά της πατρίδας του.

Ο Παπαφλέσσας υπήρξε μεγάλος ονειροπόλος και ίσως και τρελός επαναστάτης και ελευθερωτής, η επανάσταση όμως δε θα είχε ξεσπάσει, την δύσκολη εκείνη στιγμή, χωρίς αυτόν. Είναι ο ενσαρκωτής μιας υπέροχης και μαχητικής προσωπικότητας που επισφράγισε το έργο του με το ίδιο του το αίμα και δίδαξε, με τον θάνατό του, πως πεθαίνουν εκείνοι που θέλουν την λευτεριά τους.