Το Ανδρομονάστηρο


Τρία χιλιόμετρα, περίπου, βορειοανατολικά του Μαγγανιακού, βρίσκεται το Ανδρομονάστηρο, μονή τιμώμενη στη μνήμη της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Το μοναστήρι είναι χτισμένο στη δεξιά όχθη του μικρού ποταμού Μάμη, που πηγάζει από τα βουνά του χωριού Πετράλωνα, ενισχύεται από τις πηγές του μοναστηριού και καταλήγει στο μεσσηνιακό κόλπο, σαν ποταμός Βελίκας.

Από το θόλο του ιερού της εκκλησίας αναβλύζει άφθονο και δροσερό νερό, με το οποίο ποτίζεται η γύρω περιοχή και υδρεύεται, με φυσική ροή, ο δήμος Ανδρούσας, τόσο τα σημερινά χρόνια όσο και τα χρόνια της φραγκοκρατίας και της τουρκοκρατίας.


Το φυσικό τοπίο γύρω από το μοναστήρι είναι μαγευτικό.  Μπορεί να υστερεί σε θέα, αφού βρίσκεται στην κοιλάδα μεταξύ του υψώματος του Αϊλάκη και των υψωμάτων της Λιναριάς, είναι όμως πανέμορφο, γιατί περιβάλλεται από οργιαστική βλάστηση και άγρια φύση. Ο ευρύτερος χώρος του μοναστηριού, είναι καταπράσινος από ρείκια, κουμαριές, πουρνάρια και άλλα άγρια δέντρα. Ο χώρος γύρω από το μοναστήρι είναι κατάφυτος από συκιές, ελιές, σταφίδες και άλλα καρποφόρα δένδρα. Τέλος, οι όχθες του μικρού ποταμού είναι σκεπασμένες από τα πανύψηλα πλατάνια και γύρω από το τρεχούμενο νερό της  πηγής υπάρχουν μεγάλες καρυδιές.

Κατά τη σωζόμενη, ως σήμερα, παράδοση, το Ανδρομονάστηρο το έχτισε ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Κομνηνός–Παλαιολόγος, γύρω στο έτος 1300. Τα χρόνια του Ανδρόνικου, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο Αθανάσιος, ο οποίος καταγόταν από την Ανδρούσα και ασκούσε μεγάλη επιρροή στον αυτοκράτορα. Ο Ανδρόνικος, για να ικανοποιήσει μεγάλη επιθυμία του Πατριάρχη, έστειλε ειδικούς τεχνίτες και αρχιτέκτονα από την Πόλη, οι οποίοι έχτισαν το μοναστήρι σταυροπηγιακό που ονομάστηκε «Ανδρομονάστηρο», δηλαδή μονή ανδρών, ή «Ανδρονικομονάστηρο», από το όνομα του Ανδρόνικου.

Η νεώτερη, όμως, ιστορική έρευνα απέδειξε ότι η σωζόμενη παράδοση δεν έχει βάση σαν ιστορική αλήθεια. Από το πατριαρχικό σιγίλλιο (έγγραφο με πατριαρχική σφραγίδα) έτους 1612 του Πατριάρχη Νεόφυτου, προκύπτει ότι ο ιερομόναχος της μονής Βουλκάνου Άνθιμος, κατά της περιοδεία του στα χωριά Μαυρομάτι και Μαγγανιακό, πέρασε από την τοποθεσία Ηλιού, όπως ονομαζόταν την εποχή εκείνη η τοποθεσία του Ανδρομονάστηρου, η οποία με την φυσική της ομορφιά τον καταγοήτευσε. «Θείω ζήλω και έρωτι πληρωθείς», κατά το πατριαρχικό έγγραφο, αποφάσισε, με έξοδα δικά του, να κτίσει εκ θεμελίων στη τοποθεσία αυτή μοναστήρι τιμώμενο στη μνήμη της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Αφού εξασφάλισε την άδεια του Πατριαρχείου, πήγε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Κύθηρα, και πούλησε ολόκληρη την πατρική περιουσία του. Με τα χρήματα αυτά και με την ενίσχυση της μονής Βουλκάνου και του Πατριαρχείου, έχτισε το μοναστήρι σταυροπηγιακό. «Σταυροπηγιακό» λέγεται το μοναστήρι που υπάγεται στη διοίκηση του Πατριάρχη και όχι στον επίσκοπο της περιοχής που ανήκει εκκλησιαστικά. Όταν χτίζεται το σταυροπηγιακό, στα θεμέλια μπήγουν μικρό σταυρό ή οστά αγίου, τα οποία έχει αποστείλει το ίδιο το Πατριαρχείο. Έτσι, το σταυροπηγιακό μοναστήρι μένει ανεπηρέαστο και ανεξάρτητο από τον επίσκοπο, στην περιοχή του οποίου βρίσκεται.

Το Ανδρομονάστηρο, παρά την ανεξαρτησία που είχε σαν σταυροπηγιακό έγινε σύντομα στόχος του επισκόπου Ανδρούσας, ο οποίος, από πλεονεξία και αρπαγή κινούμενος, ζητούσε τακτικά μερίδιο από την κληρονομιά των αποθνησκόντων μοναχών και από τα διάφορα άλλα έσοδά του. Ο Άνθιμος, που είχε πράγματι μοχθήσει για το χτίσιμο του μοναστηριού, πήγε ο ίδιος στον Πατριάρχη και διαμαρτυρήθηκε για την συμπεριφορά του επισκόπου.

Ο Πατριάρχης το 1612 έστειλε προς τον επίσκοπο Ανδρούσας το πατριαρχικό σιγίλλιο που αναφέραμε, με την υπογραφή ολόκληρης της Ιεράς Συνόδου, με το οποίο, αφού πρώτα ανέγραφε όλο το ιστορικό της ανέγερσης του μοναστηριού, απειλούσε τον επίσκοπο ότι αν συνέχιζε να πλεονεκτεί σε βάρος του μοναστηριού, θα αναγκαζόταν να θέσει αυτόν σε αργία και αφορισμό. Το σιγίλλιο υπογραφόταν από όλη την Ιερά Σύνοδο, δηλαδή από τους:
α). Νεόφυτο ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπο Κωνστ/λεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικό Πατριάρχη
β). Αθηνών, Άνθιμο
γ). Χαλκηδόνος, Τιμόθεο
δ). Καισαρείας της Παλαιστίνης, Γερμανό
ε). Φιλιππουπόλεως, Ιωάσαφ
στ). Παροναξίας, Ιωσήφ
ζ). Ναυπλίου και Άργους, Σωφρόνιο

Από το πατριαρχικό αυτό σιγίλλιο αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι το Ανδρομονάστηρο κτίστηκε, πράγματι, γύρω στο 1600 από το μοναχό Άνθιμο, αφού δε θα ήταν δυνατό ο Πατριάρχης και όλη η Ιερά Σύνοδος, σε επίσημο έγγραφο, να υπογράφουν ανιστόρητα γεγονότα.  Ακόμα, σε κανένα έγγραφο ή άλλο κείμενο δεν αναφέρεται, επίσημα ή ανεπίσημα, η παρουσία του μοναστηριού προ του έτους 1602.
Αγία Σαμαρίνα

Το μοναστήρι ονομάσθηκε Ανδρομονάστηρο, γιατί ασκήτευαν σε αυτό άνδρες μοναχοί, σε διάκριση από την Αγία Σαμαρίνα, στην οποία ασκήτευαν γυναίκες. Η Αγία Σαμαρίνα βρίσκεται πέντε, περίπου, χιλιόμετρα νότια του Ανδρομονάστηρου. Είναι μονή βυζαντινού ρυθμού, με σπάνιες, σωζόμενες αγιογραφίες, και χτίστηκε από τον Ανδρόνικο γύρω στο έτος 1317 μαζί με τους Αγίους Αποστόλους της Καλαμάτας (βλέπε Μεσσηνιακά Γράμματα και Ιστορία Αναπλιώτη). Ίσως, από το γεγονός της ανέγερσης της Αγιασαμαρίνας από τον Ανδρόνικο το έτος 1317, να επικράτησε η λανθασμένη παράδοση ότι τον καιρό εκείνο χτίστηκε και το Ανδρομονάστηρο, και η παράδοση αυτή, λανθασμένα να σώζεται μέχρι σήμερα.

Το Ανδρομονάστηρο είναι βυζαντινού ρυθμού, μετρίων διαστάσεων (20 επί 20 μέτρα, περίπου), με τρούλο στηριζόμενο σε 4 κολώνες και μικρό καμπαναριό. Ο ναός χωρίζεται στον κυρίως ναό, που τιμάται στη μνήμη της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, στο δεξιό παρεκκλήσι που τιμάται στη μνήμη του Αγίου Γεωργίου, και στο αριστερό παρεκκλήσι που τιμάται στη μνήμη της Αγίας Αικατερίνης.


Στο εσωτερικό του ναού σώζονται σπάνιες αγιογραφίες βυζαντινής τέχνης, μισοκατεστραμμένες από πυρκαγιά που έκαψε το μοναστήρι γύρω στο έτος 1700, και από την μανία του Ιμπραήμ, ο στρατός του οποίου κατέστρεψε το μοναστήρι και όλη την γύρω περιοχή το έτος 1825. Από τις αγιογραφίες, ξεχωρίζουμε, την Μεταμόρφωση του Σωτήρος, τους προφήτες Ηλία και Μωυσή, τους Τρείς Ιεράρχες και άλλες.

Ο ναός και ο περίβολος του προστατεύονται από ισχυρό τείχος, με δύο διώροφους πύργους. Μεταξύ των πύργων, υπάρχουν αρκετά θολόκτιστα κελιά με πολεμίστρες, στα οποία ασκήτευαν οι μοναχοί και αμύνονταν στις εχθρικές επιθέσεις. Όταν, το 1825, το μοναστήρι απειλήθηκε, θανάσιμα, από το στρατό του Ιμπραήμ, οι μοναχοί εξαναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν και μαζί με τους μοναχούς της μονής Βουλκάνου, κατέφυγαν στην Ζάκυνθο, που τότε ήταν στην δικαιοδοσία των Άγγλων.


Στην κατοχή και δικαιοδοσία του Ανδρομονάστηρου ανήκαν όλα τα κτήματα από τις Λιναριές, σύνορα Μαγγανιακού-Μαυροματίου, ολόκληρη σχεδόν η περιοχή του χωριού Πετράλωνων και μέρος της περιοχής Ψωριάρη, τα οποία και νοίκιαζε στους καλλιεργητές των γύρω χωριών, αντί του 10% του εισοδήματός τους (δέκατα).

Το Ανδρομονάστηρο, από το έτος 1616, ανήκε εκκλησιαστικώς στον επίσκοπο Ανδρούσας. Με πατριαρχικό όμως σιγίλλιο του Νεόφυτου του Β', έγινε μετόχι της μονής Βουλκάνου και το έτος 1870 με νέο σιγίλλιο του Πατριάρχη Προκοπίου, παραχωρήθηκε στη μονή Σινά. Για ένα μικρό διάστημα περιήλθε στην κατοχή των Άγγλων και το έτος 1929 απαλλοτριώθηκε από το ελληνικό δημόσιο και πουλήθηκε στον ιδιώτη Δ. Κατσάρα, από το χωριό Πετράλωνα, διαμένοντα στην Καλαμάτα. Ο Κατσάρας, μεταπολεμικά, ύστερα από δικαστικούς αγώνες των κατοίκων των γύρω χωριών και ιδιαίτερα των Μαγγανιακίτων, Δ. Κοσμόπουλου (Κατσάνη), Δ. Γεωργακόπουλου (Κοτσάκου) και Γ. Κωνσταντόπουλου, παραχώρησε το μοναστήρι στη μονή Βουλκάνου, και έκτοτε έπαψε η είσπραξη φόρων και τα κτήματα αποδόθηκαν οριστικά στους  καλλιεργητές τους.

Λειτουργείται κάθε χρόνο στις 6 Αυγούστου, στη γιορτή της Μεταμόρφωσης, από καλόγερους της μονής Βουλκάνου, ενώ μερικές φορές γίνονται και ιδιωτικές λειτουργίες. Στην μνήμη του, μαζεύεται πλήθος κόσμου από όλα τα γύρω χωριά (ιδιαίτερα από Πετράλωνα και Μαγγανιακό) και γευματίζει, το μεσημέρι, κάτω από τις φυλλωσιές των δένδρων, με φαγητό που έχει φέρει ο καθένας από το σπίτι του (το μενού της ημέρας είναι μελιτζάνες και βακαλάος τηγανητά με σάλτσα).

Το χωριό Πετράλωνα είναι ένα μικρό, συμπαθητικό χωριό, με αρκετά προοδευτικούς και δραστήριους κατοίκους. Οι κάτοικοί του είναι δεμένοι με το Ανδρομονάστηρο, ίσως περισσότερο από τους κατοίκους των άλλων γύρω χωριών, αφού γειτνιάζουν περισσότερο με το μοναστήρι, και η πανήγυρις του χωριού τους συμπίπτει με την γιορτή της μνήμης του μοναστηριού. Είναι νέο σχετικά χωριό, το οποίο πρωτοκατοικήθηκε γύρω το 1850 από Κεφαληναίους τσοπάνηδες. Μερικά χρόνια αργότερα, οι λίγοι κάτοικοί του το εγκατέλειψαν, έχοντας την εντύπωση, πως για τον ανεξήγητο θάνατο των παιδιών τους έφταιγε η τοποθεσία, η οποία είχε πολλές λυγιές με κουνούπια, ύποπτα για την τρομερή τότε μάστιγα της ελονοσίας. Ύστερα από λίγα χρόνια, οι άνθρωποι υποχρεώθηκαν να ξαναγυρίσουν στο μέρος αυτό, αφού εκεί είχαν τα χωράφια τους και η περιοχή τους παρείχε άφθονη τροφή και δροσερό νερό για τους ίδιους και τα ζώα τους (πηγή χωριού, πηγή Ανδρομονάστηρου κλπ). 

Τα Πετράλωνα είναι οικισμός της κοινότητας Μαυροματίου Ιθώμης, έχουν δικό τους δημοτικό σχολείο, καλό σχετικά οδικό δίκτυο, καλή γεωργική παραγωγή και δικό τους ελαιοτριβείο (συνεταιρισμού), ώστε η ζωή των κατοίκων του χωριού σήμερα είναι αρκετά αναβαθμισμένη.