Πρόλογος


Η προσπάθεια όλων των κατοίκων του Μαγγανιακού  να αναβαθμίσουν το χωριό τους στον οικονομικό, πνευματικό και πολιτιστικό τομέα, έγινε η αφορμή να παρουσιάσω τη σύντομη αυτή εργασία μου. Θέλοντας να συμβάλω στην προσπάθεια αυτή των συγχωριανών μου, θεώρησα ότι η απλή και ευχάριστη παρουσίαση της φυσικής ομορφιάς και ιστορικής πορείας του τόπου μας θα είχε κάποιο ενδιαφέρον για τους σημερινούς κατοίκους του χωριού μας και θα αποτελούσε, ίσως, κάποια βάση για καλύτερες μελλοντικές αναζητήσεις.


Τις πληροφορίες μου για τον τόπο μας τις συγκέντρωσα, ύστερα από αρκετές προσπάθειες,  από διάφορες ιστορικές πηγές, από διηγήσεις γερόντων και από επιτόπιες προσωπικές μου αναζητήσεις. Διαβεβαιώνω ότι όλες έχουν τύχει σοβαρού ελέγχου και έχουν διασταυρωθεί ώστε να πλησιάζουν περισσότερο την ιστορική πραγματικότητα και όχι τη μυθολογική αφήγηση. Δεν επιμένω βέβαια ότι η μικρή αυτή έρευνά μου είναι έργο απαιτήσεων, φανερώνει όμως την αγάπη μου για τον τόπο μας και τους ανθρώπους του και ζητώ ως εκ τούτου την επιείκεια και την κατανόηση των αναγνωστών για τις όποιες ασάφειες, παραλήψεις ή υπερβολές.

Προς διευκόλυνση κάθε ανήσυχου συγχωριανού μας, ο οποίος θα επιθυμούσε να ασχοληθεί με την συγκέντρωση περισσότερων και εγκυρότερων πληροφοριών για τον τόπο μας, αναφέρω στο τέλος της εργασίας μου (Βιβλιογραφία), τις όποιες πηγές μου.        

Αθήνα, Νοέμβριος 1999
Ψαρούλης Περικλής

Μικρή πληροφορία γεωλογικής φύσης


Ταξιδεύοντας πεζή από Ελληνοκλησσιά προς Καλογερόραχη, μέσω του παράδρομου της σαμαρόβρυσης, θα παρατηρήσουμε στο έδαφος του λόφου που βρίσκεται απέναντι (νοτιοανατολικά) της πηγής διάφορα θαλασσινά αντικείμενα, όπως βότσαλα, άμμο, κοχύλια και άλλα, που εύλογα θα διερωτηθεί κανείς για το πώς βρέθηκαν στη στεριά, σε απόσταση δεκαπέντε και πλέον χιλιομέτρων από τη θάλασσα.

Σύμφωνα με το πόρισμα της επιστημονικής επιτροπής του πανεπιστημίου της Μινεσότα, που είχε εγκατασταθεί στο Πεταλίδι Μεσσηνίας το έτος 1969 και είχε μελετήσει τη μορφολογία του εδάφους και υπεδάφους της περιοχής μας, γύρω στο 7000 π.Χ. έγινε στη Μεσσηνία ισχυρότατος τεκτονικός σεισμός, που είχε σαν αποτέλεσμα ολόκληρη η περιοχή από την Καλαμάτα μέχρι τη Μικρομάνη και Καλογερόραχη, να καθίσει και η θάλασσα να εισορμήσει και να τη σκεπάσει. Ο καταποντισμός αυτός κράτησε 350 χρόνια περίπου και στο διάστημα αυτό τα κύματα έφεραν και εναπόθεσαν πολλά θαλασσινά αντικείμενα σε διάφορες τοποθεσίες, μία από τις οποίες ήταν και η περιοχή της Καλογερόραχης.


Να σημειώσουμε ότι, κατά την παλαιογεωγραφία, η σημερινή μορφή του εδάφους και υπεδάφους της περιοχής μας καθώς και του ευρύτερου ελληνικού χώρου διαμορφώθηκε πριν σαράντα εκατομμύρια χρόνια περίπου. Μέχρι το 8000 π.Χ. στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου επικρατούσε μεγάλο ψύχος, ώστε πολλά τμήματα της περιοχής ήταν καλυμμένα με παχύ στρώμα πάγου. Γύρω όμως στο 8000 π.Χ. η θερμοκρασία ανέβηκε απότομα, με αποτέλεσμα το λιώσιμο των πάγων και μεγάλης διάρκειας βροχοπτώσεις. Πολλά μέρη τότε καλύφθηκαν από νερά και στη μνήμη των λαών των περιοχών αυτών (Ελλήνων, Εβραίων, Βαβυλωνίων κλπ.) έμεινε ως η περίοδος του μεγάλου κατακλυσμού.

Η περιοχή του Μαγγανιακού στην Προελληνική Εποχή (3000 - 2000 π.Χ.)


Η περιοχή του Μαγγανιακού κατοικήθηκε από τα πολύ παλιά χρόνια, αφού πρόκειται για περιοχή όμορφη, με πλούσια βλάστηση, ήπιο κλίμα και άφθονες τρεχούμενες πηγές, όπως η βρύση του χωριού, οι Δάφνες, η Ρακίτσα, το Ανδρομονάστηρο, η Κουρταρόβρυση, ο Κανελλάκης και άλλες. Η κατοίκηση της περιοχής από τα παλιά χρόνια αποδεικνύεται περισσότερο από τα σωζόμενα ίχνη οικισμών, εκκλησιών, νερόμυλων, πύργου, κάστρου, και άλλων ερειπίων.

Από το 3000 μέχρι το 2000 π.Χ., τα προελληνικά δηλαδή χρόνια, η Μεσσηνία γενικά κατοικήθηκε από τους Προέλληνες. Από την περιοχή της Πυλίας (ακρωτήρι Κορυφάσιο) μέχρι την περιοχή Ιθώμης-Μελιγαλά-Δωρίου (περιοχή Μάλθης), εμφανίζονται εγκατεστημένοι Προέλληνες, Πελασγοί, Λέλεγες και Μινύες, οι οποίοι ανέπτυξαν αξιόλογο πολιτισμό. 

Η παρουσία των Προελλήνων βεβαιώνεται, εκτός των άλλων, και από τα διάφορα σωζόμενα τοπωνύμια και ονόματα, όπως «Ταύγετος», «Πάμισος», «πλίνθος», «μάραθον», «ίανθος», «κισσός» και άλλα, αλλόγλωσσα βέβαια στοιχεία καθώς οι Προέλληνες δε μιλούσαν ελληνικά, τα οποία και ενσωματώθηκαν στην ελληνική γλώσσα και σήμερα συναποτελούν το γλωσσικό μας θησαυρό.

Τα φυλετικά γνωρίσματα των Προελλήνων, σύμφωνα με τους ανθρωπολόγους, ήταν ίδια με αυτά των κατοίκων της δυτικής Μ. Ασίας και της Κρήτης. Ήταν δηλαδή μελαχρινοί, μετρίου αναστήματος και βραχυκέφαλοι (στρογγυλοκέφαλοι). Δεν αποκλείεται να ανήκαν στην ίδια ινδοευρωπαϊκή φυλή με τους Έλληνες.

Μυκηναϊκή Περίοδος (2000 - 1100 π.Χ.)


Ο Όμηρος αναφέρει ότι η Μεσσηνία, γενικά, ήταν από τις πιο πλούσιες και πυκνοκατοικημένες περιοχές της Ελλάδας. Στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Larousse-Britannica περί Μεσσηνίας, αναφέρεται ότι το 1500 π.Χ. στη Μεσσηνία υπήρχαν 200 περίπου οικισμοί, ανεπτυγμένοι κυρίως γύρω από τις πλούσιες πηγές. Η περιοχή Μαγγανιακού με το ήπιο κλίμα, τις άφθονες πηγές, τη θέα στο μεσσηνιακό κόλπο και τις άλλες φυσικές ομορφιές, είναι φυσικό να κατοικήθηκε από τους ανθρώπους της ομηρικής εποχής. Πράγματι, στο χάρτη της Μεσσηνίας των μυκηναϊκών Χρόνων, των W. McDonald και R. H. Simpson, η περιοχή του Μαγγανιακού επισημαίνεται σαν μία από τις περιοχές, που κατοικήθηκαν από τους ομηρικούς χρόνους.

Στη θέση Χαλάσματα, 200μ. περίπου ανατολικά των πηγών Δάφνες, σώζονται ίχνη θεμελίων και σωροί από πέτρες παμπάλαιου οικισμού, ίσως ομηρικής εποχής. Ακόμα, στη θέση Παλιάμπελα, 200μ. ανατολικά του χωριού, στο Kαρακαϊδέικο πετράλωνο, βρίσκονται ίχνη ομηρικού οικισμού. Την ύπαρξη ομηρικού οικισμού στη θέση Παλιάμπελα δεν απέκλεισαν οι δύο αρχαιολόγοι τους οποίους είχε προσκαλέσει για σχετική έρευνα ο αείμνηστος δάσκαλος του χωριού Περικλής Κοσμόπουλος, όπως ο ίδιος με είχε πληροφορήσει.

Πρώτος βασιλιάς της Μεσσηνίας ήταν ο Πολυκάων, γιος του βασιλιά της Λακωνίας Λέλεγα, με σύζυγό του τη Μεσσήνη, κόρη του Τρίοπα από το Άργος. Από το όνομα της Μεσσήνης, η περιοχή ονομάσθηκε Μεσσήνη μέχρι το 450 π.Χ. Έκτοτε και μέχρι τους βυζαντινούς χρόνους, Μεσσήνη ονομαζόταν μόνο ο χώρος της αρχαίας Ιθώμης. Μετά το τέλος της δυναστείας του Πολυκάονα και των απογόνων του οι Μεσσήνιοι κάλεσαν για βασιλιά τους τον Περιήρη, γιο του Αιόλου από την Θεσσαλία, ο οποίος εγκαταστάθηκε κοντά στον ποταμό Βαλύρα (Μαυροζούμενα), με όρια του βασιλείου του από την περιοχή του Μαγγανιακού μέχρι το Δώριο. Την κάθοδο των Θεσσαλών στη Μεσσηνία μαρτυρούν, εκτός των άλλων στοιχείων, και τα θεσσαλικής προέλευσης τοπικά μεσσηνιακά ονόματα, όπως το όνομα της μετέπειτα πρωτεύουσας των Μεσσηνίων Ιθώμης από το ομώνυμο, κλιμακωτό, μικρό βουνό που βρίσκεται στην περιοχή των Μετεώρων.

Από το 2000 π.Χ. περίπου την περιοχή από την Πυλία μέχρι την Τριφυλία την κατοίκησαν οι πρώτοι Έλληνες κάτοικοι, κυρίως Αχαιοί και Ίωνες, οι οποίοι δημιούργησαν το δεύτερο σε πληθυσμό κράτος της μυκηναϊκής Ελλάδας. Είχαν την ίδια φυλετική καταγωγή με τους Έλληνες της λοιπής Ελλάδας, με τους Ρωμαίους, τους Σλάβους, τους Γερμανούς, τους Πέρσες και άλλους λαούς, αφού ανήκαν στην ίδια ινδοευρωπαϊκή φυλή. Είχαν ανάστημα ψηλό, οι άνδρες με μέσο ύψος 1,80 και οι γυναίκες με 1,70. Τα κρανία τους ήταν μακρουλά (δολιχοκέφαλοι), είχαν λευκό δέρμα, μάτια συνήθως γαλανά και μαλλιά ξανθά.

Οι Αχαιοί Μεσσήνιοι έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο με αρχηγό τους το συνετό και γενναίο βασιλιά  Νέστωρα και είχαν πάντοτε άριστες σχέσεις με τους βασιλιάδες της Ιθάκης. Όταν ο Τηλέμαχος, ο γιος του Οδυσσέα, πιέστηκε από τους επίδοξους μνηστήρες, για να προστατεύσει τη ζωή του κατέφυγε στην φιλική Πύλο, περιοδεύοντας μάλιστα σε όλη τη Μεσσηνία, αναζητώντας πληροφορίες σχετικά με την τύχη του χαμένου πατέρα του.

Μετά τους Τρωικούς πολέμους, οι Αχαιοί της Μεσσηνίας και όλης γενικά της Πελοποννήσου, σιγά-σιγά έχασαν τη δύναμή τους και το 1120 π.Χ. περίπου η Μεσσηνία κατακτήθηκε από τους επίσης Έλληνες Δωριείς ή Ηρακλείδες. Ένας σημαντικός λόγος, εκτός των άλλων, της εξασθένησης των Αχαιών της Μεσσηνίας ήταν η μεγάλη πυρκαγιά που συνέβη στη Μεσσηνία το 1200 π.Χ., η οποία κατέστρεψε όλα τα κτήματα και τους οικισμούς της Μεσσηνίας (βλ. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Larousse-Britannica, περί Μεσσηνίας).

Οι Αχαιοί της περιοχής Μαγγανιακού–Μελιγαλά-Δωρίου (περιοχή Μάλθης), πιεζόμενοι από τους Δωριείς, υποχώρησαν προς την περιοχή του Κορυφασίου Βράχου (Ναυαρίνο), όπου ήταν το κέντρο των Αχαιών της περιοχής Πυλίας. Η πίεση μεγάλωνε και πολλοί Αχαιοί, προερχόμενοι κυρίως από την περιοχή μας, αναχώρησαν για την Αττική, όπου έγιναν δεκτοί με προθυμία από τους Αθηναίους και μάλιστα ο αρχηγός τους ο Μέλανθος έγινε ο πρώτος μεσσηνιακής καταγωγής βασιλιάς των Αθηναίων (βλ. Παυσανίας Μεσσηνιακά Β 18.9).

Οι Μεσσήνιοι μετέδωσαν στους Αθηναίους τη γλώσσα τους και τη θρησκεία τους, μαζί με τη λατρεία της Αθηνάς. Πολλά τοπωνύμια της Αττικής είναι μεσσηνιακής προέλευσης, όπως το όρος Αιγάλεω, από το σημερινό βουνό Αιγιά της Τριφυλλίας και άλλα. Για να διακρίνονται οι Μεσσήνιοι Αχαιοί, σαν ιδιαίτερο φύλο, από τους άλλους Αχαιούς και Δωριείς της Αθήνας, ονομάζονταν Ίωνες και με αυτή την ονομασία αργότερα έφυγαν, μαζί με αρκετούς Αθηναίους Αχαιούς, και εγκαταστάθηκαν στις εύφορες ακτές της Μ. Ασίας, όπου έκτοτε ολόκληρη η περιοχή ονομάσθηκε «Ιωνία» και η ομοσπονδία των πόλεων τους «Πανιώνιον». Από τις δώδεκα πόλεις της ομοσπονδίας του Πανιωνίου οι οκτώ είχαν οικιστές (ιδρυτές) Μεσσήνιους και μόνο οι τέσσερις Αθηναίους.

Αρκετές προσωπικότητες του ιωνικού πολιτισμού υπερηφανεύονταν ότι ήταν μεσσηνιακής καταγωγής, όπως ο λυρικός ποιητής Μίμνερμος, οι φιλόσοφοι Ξενοφάνης και Ηράκλειτος και άλλοι. Επίσης, για την μεσσηνιακή καταγωγή τους υπερηφανεύονταν και πολλοί επιφανείς Αθηναίοι ακόμα και του 5ου και 4ου π.Χ. αιώνα, όπως ο Περικλής, ο Αλκιβιάδης, ο Σόλωνας, ο Πλάτωνας, και άλλοι. Τη μεσσηνιακή του καταγωγή δεν ξεχνούσε ποτέ και ο φιλόσοφος και δάσκαλος του Μ. Αλεξάνδρου Αριστοτέλης, αφού ο πατέρας του Νικόμαχος, από τα Στάγειρα Χαλκιδικής, καταγόταν από τον Νικόμαχο της αρχαίας Ιθώμης.

Οι Αχαιοί ήταν θρησκευόμενος λαός και πίστευαν στην αθανασία της ψυχής και στην ανάγκη να έχει η ασώματη αυτή ύπαρξη, μετά την ταφή του σώματος, κάποιες ευκολίες. Έτσι, φρόντιζαν να ενταφιάζουντους τους νεκρούς τους, τους απλούς φτωχούς ανθρώπους σε συνηθισμένους λάκκους, τους πλούσιους σε ταφικά πιθάρια και τους βασιλιάδες και τα μέλη της δυναστείας τους σε μεγαλοπρεπείς θολωτούς τάφους που τους θεωρούσαν ναούς για τη λατρεία της ψυχής. Η σπουδαιότερη θεότητα των Αχαιών της Μεσσηνίας ήταν η Πότνια Αθηνά, κυρίαρχη θεότητα στην περιοχή του Ιονίου και προστάτιδα του Οδυσσέα. Ακόμα, ο Ποσειδώνας, που το όνομα του σήμαινε «ο σύζυγος» και η Δήμητρα, που το όνομά της σήμαινε «Γη Μήτηρ». Από τον 13ο αιώνα και έκτοτε περισσότερο λατρευόταν ο πατέρας των θεών Δίας.

Γεωμετρική - Αρχαϊκή - Κλασική - Ελληνιστική Εποχή (1100 - 150 π.Χ.)


Η περιοχή Μαγγανιακού, στα χρόνια από το 1100 μέχρι το 150 π.Χ., όχι μόνο κατοικήθηκε, αλλά και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη ζωή, της πόλης-κράτους, της αρχαίας Ιθώμης. Αυτό συμπεραίνεται περισσότερο, πέρα από τα υπάρχοντα ίχνη διαφόρων μνημείων της εποχής εκείνης,  από το γεγονός ότι η περιοχή του Μαγγανιακού βρίσκεται μόλις πέντε χιλιόμετρα από το κέντρο της αρχαίας Ιθώμης και θα ήταν αδιανόητο μια θαυμάσια περιοχή με πλούσιες πηγές και εξαίρετο κλίμα, δίπλα από το κέντρο της πόλης, να έμεινε ακατοίκητη. Η παρουσία άλλωστε νερού στάθηκε ανέκαθεν ένας από τους κυριότερους παράγοντες που καθόριζαν την τοπογραφική θέση των οικισμών, εξαιτίας της ανάγκης που νιώθει ο άνθρωπος να έχει στη διάθεσή του, εύκολα, ένα στοιχείο τόσο ουσιαστικό για τη ζωή του.

Πιο κάτω, αναφέρω ότι η αρχαία Μεσσήνη στην ακμή της είχε περίπου 50.000 κατοίκους. Πρέπει να διευκρινιστεί, ότι αυτοί οι κάτοικοι δεν έμεναν όλοι εντός του περιορισμένου χώρου του σημερινού χωριού Μαυρομματίου, αλλά οι περισσότεροι εξ’ αυτών ζούσαν σε οικισμούς στις γύρω περιοχές, όπως στην περιοχή Μαγγανιακού με τις πολλές και αστείρευτες πηγές.

Την ύπαρξη ζωτικού οικισμού στην περιοχή Μαγγανιακού, στα χρόνια αυτά, τη βεβαιώνει έμμεσα και ο ιστορικός Παυσανίας, ο οποίος αναφερόμενος στα ποιήματα του Τυρταίου, μας λέει ότι την εικοστή χρονιά του δευτέρου πολέμου μεταξύ Μεσσηνίων και Σπαρτιατών, οι Μεσσήνιοι, παρά την ανδρεία τους και την υπεροχή τους στις περισσότερες μάχες, τελικά νικήθηκαν και τότε «τα εύφορα τους άφησαν χωράφια που βρίσκονταν γύρω και δυτικά της Ιθώμης και κατέφυγαν στις ψηλές βουνοκορφές της». Δηλαδή άφησαν τα εύφορα χωράφια τους που βρίσκονταν δυτικά, στην περιοχή Μαγγανιακού με τις πλούσιες πηγές, και έφυγαν για να γλιτώσουν από τη μανία των Σπαρτιατών.   

Οι Δωριείς κατέκτησαν τη Μεσσήνη (Μεσσηνία), από τα Νόμια μέχρι την Πυλία και ο πρώτος βασιλιάς τους Κρεσφόντης, για να ελέγχει καλύτερα το χώρο που επικρατούσαν περισσότερο οι υπόδουλοι αλλά πιο πολιτισμένοι Αχαιοί, χώρισε τη γη σε πέντε πόλεις-κρατίδια, χωρίς να εξοντώσει τους παλιούς κατοίκους. Η περιοχή του Μαγγανιακού υπαγόταν στο κρατίδιο του Στενύκλαρου (Μελιγαλά) και γειτόνευε με το κρατίδιο της Υαμείας (Μεσσήνη-Ανδρούσα). Μετά το θάνατο (δολοφονία) του Κρεσφόντη τα τέσσερα κρατίδια Πύλου, Υαμείας, Ρίου, Μεσόλας, πέτυχαν την αυτονομία τους και μόνο το κρατίδιο του Στενυκλάρου παρέμεινε υπό την καθαρή κυριαρχία των Δωριέων. Αυτό το κρατίδιο, βασικά, έγραψε την ιστορία της αρχαίας Ιθώμης, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, βοηθούμενο βέβαια και από τα άλλα τέσσερα κρατίδια.

Οι Μεσσήνιοι Δωριείς ήταν συγγενείς με τους Σπαρτιάτες Δωριείς. Οι πρώτοι βασιλιάδες τους ήταν αδέρφια, ενώ έζησαν περίπου 400 χρόνια σαν καλοί γείτονες. Από τον 8ο π.Χ. αιώνα όμως άρχισαν οι κατακτητικοί πόλεμοι των Σπαρτιατών εναντίον των Μεσσηνίων, με σκοπό την κατάκτηση των εύφορων πεδιάδων της Μεσσηνίας.

Αιτία των πολέμων ήταν, αναμφισβήτητα, οι εύφορες περιοχές της Μεσσηνίας. Οι Σπαρτιάτες όμως δικαιολογούμενοι, υποστήριζαν ότι η αφορμή ήταν ο βιασμός των παρθένων της Σπάρτης από τους νέους της Μεσσηνίας σε μία κοινή γιορτή στο ναό της Αρτέμιδος, στην Αλαγονία. Από την πλευρά τους οι Μεσσήνιοι υποστήριζαν ότι το επεισόδιο με τους Σπαρτιάτες, στη θρησκευτική γιορτή, ήταν τέχνασμα των Σπαρτιατών και ότι οι εμφανιζόμενες για κόρες των Σπαρτιατών, ήταν νεαροί μεταμφιεσμένοι και οπλισμένοι με εγχειρίδια, οι οποίοι όμως σκοτώθηκαν όλοι, μαζί με τον βασιλιά τους Τήλεκτο, κατά τη συμπλοκή, από τους Μεσσηνίους. Μία άλλη, δήθεν, αιτία για την έναρξη του πολέμου ήταν ότι ο Μεσσήνιος ολυμπιονίκης Πολυχάρης σκότωνε όποιο Σπαρτιάτη έπιανε στα χέρια του επειδή δε βρήκε το δίκιο του, στη Σπάρτη, για το θάνατο του γιου του από το Σπαρτιάτη Εύαφνο.

Οι συγκρούσεις άρχισαν στα μέσα του 8ου π.Χ. αιώνα, μετά την αιφνιδιαστική κατάληψη, από τους Σπαρτιάτες, της μεσσηνιακής πόλης Αμφείας, στην περιοχή της σημερινής Τσακώνας και κράτησαν πολλούς αιώνες, με τελικό αποτέλεσμα την οριστική κατάκτηση της Μεσσηνίας από τους Σπαρτιάτες. Οι συγκρούσεις αυτές, οι λεγόμενοι «μεσσηνιακοί πόλεμοι», χωρίζονται σε τέσσερις περιόδους.

Η πρώτη περίοδος ή «πρώτος μεσσηνιακός πόλεμος» (740-720 π.Χ.) ήταν η σύγκρουση μεταξύ Σπαρτιατών και Μεσσηνίων του κρατιδίου του Στενυκλάρου, δηλαδή των Μεσσηνίων που κατοικούσαν από την περιοχή Μαγγανιακού μέχρι και την πεδιάδα του Ζευγολατιού. Είκοσι χρόνια αγωνίστηκαν γενναία οι Μεσσήνιοι, έξω και μέσα από τα τείχη της Ιθώμης, με βασιλιάδες τους τον Ευφαή και τον Αριστόδημο, τελικά όμως δεν μπόρεσαν να διασώσουν την ελευθερία τους και παρά τη δωρική τους ανδρεία υποτάχτηκαν στους Σπαρτιάτες πληρώνοντας για αντίτιμο το μισό της παραγωγής τους. Τους Ιθωμίτες μαχητές ο Τυρταίος τους παρουσιάζει στα ποιήματά του σαν «πατέρες των πατέρων των ανδρείων μαχητών». Μετά την υποταγή, πολλοί Μεσσήνιοι έφυγαν και πήγαν στο Άργος, στη Σικυώνα, σε φιλικές αρκαδικές πόλεις και στο Ρήγιο της Κάτω Ιταλίας. Όσοι έμειναν, πλήρωναν το δυσβάσταχτο φορολογικό φορτίο τους, «ώσπερ όνοι», κατά τον Τυρταίο.

Από τον πρώτο μεσσηνιακό πόλεμο αξίζει να σημειώσουμε ιδιαίτερα την ηρωική και μαζί τραγική μορφή του βασιλιά Αριστόδημου, του οποίου η φιλοπατρία, η ανδρεία και ο ηρωισμός, έγιναν σύμβολα και ενέπνευσαν τους Μεσσήνιους και όχι μόνο σε όλη την πορεία των πατριωτικών τους αγώνων. Τον ένδοξο βασιλιά Ευφαή των Μεσσηνίων, μετά τον ηρωικό θάνατό του, τον διαδέχτηκε ο Αριστόδημος με τον εξής τραγικό τρόπο: Ο Ευφαής, προτού σκοτωθεί, είχε ζητήσει χρησμό από τους Δελφούς, ο οποίος και έλεγε «μια αγνή παρθένα να θυσιασθεί στους θεούς από τους απογόνους του Αιπύτου για να σωθεί η Ιθώμη». Ο κλήρος έπεσε στην κόρη του Λυκίσκου, ο οποίος όμως παίρνοντας μαζί του την κόρη του αυτομόλησε στη Σπάρτη.

Οι Μεσσήνιοι απελπίστηκαν από την απόδραση του Λυκίσκου και άλλος κανείς δεν προσφερόταν να θυσιάσει την κόρη του. Ο Αριστόδημος, που ξεχώριζε για την ανδρεία του και άνηκε στη γενιά των Αιπυτιδών (ευγενών), πρόσφερε την κόρη του Αριστονίκη να θυσιαστεί για τη σωτηρία της πατρίδας του. Όμως στην απόφαση του αυτή εναντιώθηκε ο μνηστήρας της κόρης του Γλαύκος, ισχυριζόμενος ότι αφού ο Αριστόδημος είχε μνηστεύσει την κόρη του, δεν είχε πια δικαίωμα να αποφασίζει για την τύχη της. Βλέποντας, όμως, ότι ο ισχυρισμός του αυτός δεν έφερνε αποτέλεσμα, κατέφυγε σε «λόγο αναίσχυντο», είπε δηλαδή ότι είχε συνευρεθεί με την κόρη η οποία και είχε μείνει έγκυος. Ο Αριστόδημος, αγανακτισμένος για όσα είπε ο μνηστήρας της κόρης του και για να αποδείξει την αγνότητά της, τη σκότωσε ενώπιον του λαού και ανατέμνοντάς την, απέδειξε ότι ήταν αγνή.

Τον νεαρό μνηστήρα ζήτησαν να τον σκοτώσουν οι Μεσσήνιοι, όμως μεσολάβησε ο βασιλιάς Ευφαής που ήταν φίλος του, ο οποίος τους υπενθύμισε ότι ο νεαρός Γλαύκος με κίνδυνο τη ζωή του είχε σώσει σε μια μάχη από βέβαιο θάνατο τη ζωή του Αριστόδημου και τους έπεισε ότι όσα είπε ο Γλαύκος τα είπε από μεγάλη αγάπη για να σώσει την αγαπημένη του και ότι ακόμα με τη θυσία της Αριστονίκης είχε εκπληρωθεί πλέον ο χρησμός. Έτσι ο νεαρός Γλαύκος, του οποίου η καταγωγή ήταν από την περιοχή μας, δεν καταδικάστηκε και η διαδικασία του χρησμού έληξε. Την έκτη χρονιά μετά τη θυσία της κόρης του Αριστόδημου, σε μία μάχη με τους Σπαρτιάτες, ο Ευφαής τραυματίστηκε βαριά και σε λίγες ημέρες πέθανε. Οι Μεσσήνιοι, που δεν είχαν ξεχάσει τη φιλοπατρία και την προσφορά του Αριστόδημου, τον έκαναν βασιλιά τους, και αυτός τους οδήγησε σε πολλές νίκες κατά των Σπαρτιατών.

Όμως, η μοίρα της Ιθώμης και περισσότερο του Αριστόδημου δεν ήταν ευοίωνη. Οι Σπαρτιάτες, περισσότεροι και καλύτερα οπλισμένοι, πίεζαν συνεχώς την Ιθώμη, ενώ ο Αριστόδημος με κάθε τρόπο και μέσο προσπαθούσε να εμψυχώσει τους συμπατριώτες του. Αλλά και οι οιωνοί έδειχναν ότι κάποιο μεγάλο κακό περίμενε τους Μεσσήνιους. Όταν έκαναν θυσία στον Ιθωμάτα Δία, τα κριάρια ρίχτηκαν μόνα τους, ορμητικά,  κατά του βωμού και σκοτώθηκαν. Κάθε νύχτα τα σκυλιά μαζεύονταν στο ίδιο μέρος και ούρλιαζαν σαν λύκοι. Τέλος, ο Αριστόδημος είδε στο όνειρό του να φοράει τα όπλα του έτοιμος για μάχη ενώ παρουσιάστηκε η κόρη του, η οποία του έδειξε το στήθος και την κοιλιά της σχισμένη, του αφαίρεσε τα όπλα και του φόρεσε χρυσό στεφάνι και λευκά ενδύματα.

Ο Αριστόδημος πίστεψε ότι όλα αυτά τα σημάδια προέλεγαν το τέλος, το δικό του και της Ιθώμης. Αναλογίστηκε πως ανώφελα σκότωσε την κόρη του και ότι δεν έμενε πια ελπίδα να σωθεί η πατρίδα του. Τότε, πήγε πάνω στον τάφο της κόρης του και με το ίδιο το ξίφος που την είχε σκοτώσει, έσφαξε τον εαυτό του. Το ίδιο, περίπου, μας λέει και ο Πλούταρχος για το τέλος του Αριστόδημου. Αναφέρει ότι ο Αριστόδημος σαν έμπειρος πολεμιστής που ήταν, μετά από όλα τα σημάδια, έχασε όλες τις ελπίδες του και αυτοκτόνησε. Οι Μεσσήνιοι μετά το θάνατο του Αριστόδημου έκαναν στρατηγό, με απεριόριστη εξουσία, τον Δάμι, από την περιοχή μας, ο οποίος με τόλμη και ανδρεία οδήγησε τους Μεσσηνίους σε πολλές νίκες κατά των Σπαρτιατών. Τελικά, σκοτώθηκε και αυτός στη μάχη και η Ιθώμη έπεσε στα χέρια των Σπαρτιατών και έτσι, με αυτό το τραγικό τέλος, έληξε ο πρώτος μεσσηνιακός πόλεμος.

Ο δεύτερος μεσσηνιακός πόλεμος (640-610 π.Χ.) κράτησε τριάντα χρόνια και σε αυτόν έλαβαν μέρος (επαναστάτησαν κατά των Σπαρτιατών) όλα μαζί τα κρατίδια των Μεσσηνίων. Παρά την ανδρεία των Μεσσηνίων και στον πόλεμο αυτό, τελικά, οι Μεσσήνιοι υπέκυψαν στους Σπαρτιάτες και για να αποφύγουν την σκλαβιά πολλοί έφυγαν και εγκαταστάθηκαν στην Κάτω Ιταλία.


Ο τρίτος μεσσηνιακός πόλεμος (500-489 π.Χ.) είναι η δεύτερη επανάσταση των απελπισμένων Μεσσηνίων κατά των Σπαρτιατών και σε όλες τις συγκρούσεις της εποχής αυτής δεσπόζει η ηρωική μορφή του βασιλιά τους Αριστομένη. Επίκεντρο των συγκρούσεων στον πόλεμο αυτό ήταν περισσότερο ο χώρος γύρω από το νέο φρούριο της Είρας, κοντά στο σημερινό χωριό Κακαλέτρι της Άνω Μεσσηνίας. Οι Μεσσήνιοι πολέμησαν όπως πάντα γενναία, όμως οι πολυπληθέστεροι και καλύτερα εξοπλισμένοι Σπαρτιάτες κατάφεραν τελικά και αυτή τη φορά να υποτάξουν τους Μεσσήνιους.

Μετά την καταστροφή της Είρας, πολλοί από τους Μεσσήνιους, με αρχηγό τους το γιο του Αριστομένη Γόργο, κατέφυγαν στην Κάτω Ιταλία και εγκαταστάθηκαν στην πόλη Ζάγκλη, την οποία μετονόμασαν σε «Μεσσήνη» για να τους θυμίζει τη χαμένη τους πατρίδα. Ο Αριστομένης αρνήθηκε να φύγει από τα βουνά της Μεσσηνίας και ορκίστηκε ότι, όσο ζούσε, θα πολεμούσε τους Σπαρτιάτες. Όμως σε λίγο καιρό αρρώστησε και αναγκάσθηκε και αυτός να καταφύγει στη Ρόδο, στην κόρη του, γυναίκα του βασιλιά Δαμάγητου και γιαγιά του περίφημου πολυολυμπιονίκη Διαγόρα, πατέρα της Καλλιπάτειρας που την εξύμνησε ο Μαβίλης με το γνωστό ποίημά του. 


Η Καλλιπάτειρα, επειδή στους Ολυμπιακούς Αγώνες απαγορευόταν η είσοδος στις γυναίκες, και για να θαυμάσει τον αγωνιζόμενο ανιψιό της Ευκλή, μεταμφιέστηκε σε γυμναστή και μπήκε στο Στάδιο. Όταν ο Ευκλής νίκησε, η Καλλιπάτειρα έξαλλη από χαρά, πήδησε τα φράγματα του στίβου και αγκάλιασε τον Ευκλή. Από τις παράφορες όμως κινήσεις της έπεσε ο αντρικός χιτώνας της και φάνηκε το γυμνό γυναικείο στήθος της. Αμέσως την συνέλαβαν και οι Ελλανοδίκες, με συνοπτική διαδικασία, την πέρασαν από δίκη. Την απολογία της στη δίκη αυτή εξυμνεί και εξιστορεί ο Μαβίλης:

         «Αρχόντισσα Ροδίτισσα, πως μπήκες;
         Γυναίκες διώχνει μιά συνήθεια αρχαία δώθε
         Έχω εν’ ανίψι, τον Ευκλέα,
         τρία αδέρφια, γιο, πατέρα Ολυμπιονίκες
         να μ’ αφήσετε πρέπει, Ελλανοδίκες,
         κι εγώ να καμαρώσω μες στα ωραία
         κορμιά, που για τ’ αγρίλι του Ηρακλέα
         παλεύουν, θαυμαστές ψυχές αντρίκειες.
         Με τις άλλες γυναίκες δεν είμαι όμοια.
         Στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζη
         με της ανδρειάς τ’ αμάραντα προνόμια
         με μάλαμα γραμμένο το δοξάζει
         σ' αστραφτερό κατεβατό μαρμάρου
         ύμνος χρυσός τ’ αθάνατου Πινδάρου»

                                       (Νοέμβριος 1895)

Πράγματι, ο αρχαίος λυρικός ποιητής Πίνδαρος είχε γράψει ποίημα για τον Διαγόρα, που κατά την τότε συνήθεια, ορισμένα γράμματα του ποιήματος οι τεχνίτες τα είχαν χρυσώσει.

Ο Αριστομένης τελικά πέθανε στη Ρόδο όπου είχε καταφύγει άρρωστος, όπως αναφέραμε, στο σπίτι του γαμπρού του, βασιλιά Δαμάγητου. Όμως ο Παυσανίας μας αναφέρει ότι οι Αρχαίοι Μεσσήνιοι τιμούσαν τον Αριστομένη και πάνω στον τάφο του προσέφεραν ως θυσία κάθε χρόνο έναν άγριο ταύρο, ο οποίος, όσο περισσότερο αγρίευε κατά την ώρα της τελετής τόσο ευνοϊκότερο σημάδι ήταν για τους κατοίκους της αρχαίας Μεσσήνης. Σε ερώτηση του Παυσανία, αν ο τάφος ήταν απλό κενοτάφιο, οι Μεσσήνιοι απάντησαν ότι ήταν μέσα τα οστά του Αριστομένη, τα οποία είχαν μεταφέρει από τη Ρόδο κατόπιν προσταγής του θεού Απόλλωνα. Ο τάφος του Αριστομένη βρισκόταν στα χρόνια του Παυσανία, κάπου κοντά στο χώρο του γυμναστηρίου και δεν έχει καμία σχέση με το κενοτάφιο που βρίσκεται σήμερα, δυστυχώς έκθετο, στη βόρεια πλευρά της αρκαδικής πύλης. Το κενοτάφιο αυτό, δεν είναι ο τάφος του Αριστομένη όπως πολλοί πιστεύουν, αλλά ένα απλό κενοτάφιο κάποιας άγνωστης Ιθωμίτισας κόρης.

Τα κατορθώματα του Αριστομένη κατά τον τρίτο μεσσηνιακό πόλεμο είναι πολλά και σημαντικά, και ο ίδιος έμεινε θρύλος στη μνήμη των Μεσσηνίων μέχρι και τα σημερινά χρόνια. Θα σημειώσουμε δύο επεισόδια (περιστατικά), από τα οποία διαφαίνεται η γενναιότητα και η γενναιοψυχία του Αριστομένη, καθώς και η εξυπνάδα και η γενναιότητα των απλών ανθρώπων της εποχής εκείνης.

Το πρώτο περιστατικό έχει ως εξής: Κατά την διάρκεια της κοινής γιορτής των Μεσσηνίων και Σπαρτιατών, τα Υακίνθια, οι εμπόλεμοι διέκοψαν τις εχθροπραξίες και περιφέρονταν στη Μεσσηνία ανενόχλητοι. Ο Αριστομένης, κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας, έκανε μόνος του διάφορες επισκέψεις στα χωριά και εμψύχωνε τους συμπατριώτες του. Επτά στρατιώτες Κρητικοί, σύμμαχοι των Σπαρτιατών, όταν αντελήφθησαν τον Αριστομένη, με δόλιο τρόπο και παρά την ανακωχή, τον έπιασαν και θέλησαν να τον παραδώσουν, δέσμιο, στους Σπαρτιάτες. Για να περάσουν τη νύχτα τους οι πέντε από αυτούς με τον Αριστομένη δέσμιο κατέφυγαν στο σπίτι μιας χήρας, κάπου στην περιοχή μας. Κατά τον Παυσανία, η χήρα είχε μια κόρη, η οποία όταν αντάμωσε τη ματιά της με τον Αριστομένη, αμέσως κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Μάνα και κόρη, με διάφορες γαλιφιές, πρόσφεραν φαγητό (χοιρινό παστό) με μπόλικο κρασί στους Κρητικούς και όταν αυτοί μέθυσαν, έκοψαν με μαχαίρι τα λουριά και ελευθέρωσαν τον Αριστομένη. Ο Αριστομένης σκότωσε τους στρατιώτες και για να τιμήσει την κόρη που τον έσωσε την έκανε νύφη του. Την πήρε, γυναίκα του, ο γιος του ο Γόργος, αυτός που οδήγησε τους Μεσσηνίους μετά την κατάληψη της Είρας από τους Σπαρτιάτες στην Κάτω Ιταλία.

Το δεύτερο περιστατικό έχει ως εξής: Όταν οι Αρκάδες, που ήταν πάντοτε σύμμαχοι και φίλοι των Μεσσηνίων, πληροφορήθηκαν την κατάληψη του φρουρίου της Είρας από τους Σπαρτιάτες και τη μεγάλη συμφορά των Μεσσηνίων ζήτησαν αμέσως από το βασιλιά τους Αριστοκράτη να τους οδηγήσει για να σώσουν τους Μεσσηνίους. Ο Αριστοκράτης, όμως, ο οποίος είχε δωροδοκηθεί από το φίλο του, βασιλιά των Σπαρτιατών Ανάξανδρο, δεν ήθελε να τους οδηγήσει, με τη δικαιολογία ότι πλέον ήταν αργά για κάτι τέτοιο. Οι περισσότεροι από τους Μεσσήνιους που σώθηκαν από την καταστροφή, με αρχηγό τους τον γιο του Αριστομένη Γόργο, έφυγαν για την Σικελία. Μέρος όμως αυτών, με τον Αριστομένη, έφθασαν στην Αρκαδία και έγιναν δεκτοί με μεγάλη καλοσύνη από τους Αρκάδες. Ο Αριστομένης, για να εκδικηθεί τους Σπαρτιάτες, αποφάσισε, με 500 Μεσσήνιους και 300 εθελοντές Αρκάδες, να κάνει έφοδο αυτοκτονίας και να καταστρέψει τη Σπάρτη. Ο Αριστοκράτης, όμως, έστειλε αμέσως ένα έμπιστο δούλο του στη Σπάρτη για να πληροφορήσει σχετικά τον Ανάξανδρο. Οι Αρκάδες, οι οποίοι είχαν κάποια υποψία για το βασιλιά τους, έστησαν καρτέρι και έπιασαν το δούλο, ο οποίος ομολόγησε ενώπιον του Δήμου την προδοσία του βασιλιά τους. Οι Αρκάδες καταδίκασαν σε θάνατο με λιθοβολισμό τον Αριστοκράτη και όταν τον λιθοβολούσαν παρακίνησαν τον Αριστομένη και τους Μεσσήνιους να πράξουν και αυτοί το ίδιο.  Ο Αριστομένης, όμως, δεν άφησε τους Μεσσήνιους να λιθοβολήσουν, έριξε τα μάτια του στο έδαφος και αφού δάκρυσε είπε, «ποτέ Μεσσήνιος δε θα σηκώσει χέρι κατά Αρκάδα».

Η ανδρεία και η γενναιότητα του Αριστομένη ήταν γνωστή σε όλη την Ελλάδα. Όταν ο βασιλιάς της Ρόδου, Δαμάγητος, πήγε στους Δελφούς να ζητήσει χρησμό για το ποια έπρεπε να πάρει σύζυγο, η Πυθία του απάντησε: «την κόρη του γενναιότερου των Ελλήνων». Ο Δαμάγητος, χωρίς κανένα δισταγμό, ζήτησε και πήρε σύζυγό του την κόρη του Αριστομένη, αφού αυτός είχε τότε τη φήμη του πιο γενναίου Έλληνα. Ο Νικόλαος Πολίτης στο έργο του «Παραδόσεις του ελληνικού Λαού» αναφέρει μερικά από όσα ο μεσσηνιακός λαός διατήρησε ή έπλασε για να φτιάξει τον θρύλο του αντρειωμένου βασιλιά Αριστομένη. Εκτός των άλλων, αναφέρει και την πατημασιά του αλόγου που βρίσκεται στην πέτρα της αρκαδικής πύλης, στα τείχη της Ιθώμης. Η παράδοση λέει πως όταν ο Αριστομένης, καβάλα στο άλογό του, κυνηγούσε τους Σπαρτιάτες, ήταν τόση η ορμή του που το πέταλο του αλόγου του βούλιαξε στην πέτρα. Ακόμα, κοντά στο χωριό Διαβολίτσι, βρίσκεται μια πελώρια πέτρα που πάνω της είναι σκαμμένη μια πατούσα ανθρώπου-γίγαντα. Η παράδοση και πάλι, θέλει να είναι το αχνάρι του ανδρειωμένου, μυθικού ήρωα Αριστομένη, τον οποίον οι κάτοικοι της περιοχής θεωρούν κάτι σαν τον Ηρακλή ή τον Θησέα, καθώς ποιος άλλος θα μπορούσε, αλήθεια, να έχει αφήσει τόσο φανερό σημάδι της ανδρείας του;

Αρκαδική Πύλη, Ιθώμη

Ο τέταρτος μεσσηνιακός πόλεμος (464-460 π.Χ.) δε στάθηκε περισσότερο τυχερός για τους Μεσσήνιους. Το 464 π.Χ. έγινε τρομερός σεισμός στην Σπάρτη και οι είλωτες της Λακωνίας, εκμεταλλευόμενοι τη γενική σύγχυση, κατέφυγαν στη Μεσσηνία, όπου από κοινού με τους είλωτες της Μεσσηνίας ξεσηκώθηκαν κατά των Σπαρτιατών. Ο τετράχρονος αυτός αντιστασιακός αγώνας έγινε γύρω από την Ιθώμη, με πολλές συγκρούσεις στα υψώματα της περιοχής μας. Όμως και αυτήν τη φορά οι επαναστάτες δεν μπόρεσαν να απομακρύνουν τους Σπαρτιάτες από τη Μεσσηνία, τελικά λύγισαν και αναγκάσθηκαν να φύγουν για τη Ναύπακτο, όπου με τη βοήθεια των Αθηναίων, έμειναν μέχρι το 400 π.Χ.

Η Μεσσηνία έμεινε σκλαβωμένη στους Σπαρτιάτες μέχρι το 371 π.Χ. Τη χρονιά αυτή, ο Θηβαίος Στρατηγός Επαμεινώνδας νίκησε στα Λεύκτρα της Βοιωτίας τους Σπαρτιάτες και για να περιορίσει οριστικά την επιρροή της Σπάρτης αποφάσισε, με σύμφωνη γνώμη και των Αρκάδων, την ανασύσταση του Μεσσηνιακού κράτους. Στο κάλεσμα του Επαμεινώνδα για την ανοικοδόμηση και κατοίκηση του νέου κράτους ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό όλοι οι Μεσσήνιοι της διασποράς, όπως της Λιβύης που είχαν εγκατασταθεί εκεί από το 404 π.Χ. με αρχηγό τους τον Κόμωνα, της Κάτω Ιταλίας και βέβαια οι Μεσσήνιοι των διαφόρων περιοχών της Ελλάδας που είχαν εγκατασταθεί εκεί κυνηγημένοι από τους Σπαρτιάτες.

Με την προστασία των Θηβαίων και τη βοήθεια των Αρκάδων και Ηλείων, σε σύντομο χρόνο, οι Μεσσήνιοι αναστήλωσαν τα τείχη της Ιθώμης και έχτισαν τη νέα Πόλη (Μεσσήνη), στο χώρο που σήμερα οι συνεχιζόμενες ανασκαφές φέρνουν στο φως τα κατεστραμμένα αλλά θαυμάσια κτίσματά της (μνημεία). Την πόλη την στόλισαν με πολλά δημόσια κτίρια και άλλα μνημεία, όπως τα είδε και τα περιέγραψε θαυμάσια ο περιηγητής και ιστορικός Παυσανίας όταν επισκέφθηκε την Ιθώμη το 160 μ.Χ.


Στα εγκαίνια της αναστήλωσης και ανοικοδόμησης της Μεσσήνης κατέφθασαν πολλοί κάτοικοι της Ηλείας και της Αρκαδίας, με τα σφαχτά τους και άλλα τρόφιμα και κρασιά και αφού κατασκήνωσαν δυτικά της Ιθώμης, στην περιοχή μεταξύ Ιθώμης και Μαγγανιακού, με τραγούδια, χορούς και αθλητικούς και μουσικούς αγώνες, γιόρτασαν το γεγονός επί δύο και πλέον μήνες. Οι Μεσσήνιοι αναζήτησαν και βρήκαν στην πλαγιά του βουνού της Ιθώμης, κάτω από μία Σμηλιά, τη φυλαγμένη (κρυμμένη) από τον Αριστομένη ιερά (ιερά και μυστήρια) παρακαταθήκη, η οποία απετέλεσε την ηθική στήριξη του νεοσύστατου κράτους, καθώς οι αρχαίοι Ιθωμίτες ήταν θρησκευόμενος λαός. Για να έχει η Ιθώμη διέξοδο προς τη θάλασσα μέσω Κυπαρισσίας ο Επαμεινώνδας κατασκεύασε σπουδαίο για τον καιρό του αμαξιτόδρομο, ο οποίος ξεκινούσε από την Ιθώμη, και μέσω περιοχής Μαγγανιακού-Τρικόρφου-Κορομηλιάς κατέληγε στην Κυπαρισσία, η οποία έγινε την εποχή εκείνη το σπουδαιότερο λιμάνι της Πελοποννήσου.

Οι Σπαρτιάτες, βέβαια, δεν αναγνώρισαν την ελεύθερη Μεσσήνη και καραδοκούσαν ώστε να βρουν κατάλληλη ευκαιρία για να την κατακτήσουν και πάλι. Το 338 π.Χ. όμως, στην μάχη της Χαιρώνιας, υπερίσχυσε ο Φίλιππος ο Β', ο πατέρας του Μ. Αλεξάνδρου, σύμμαχος των Μεσσηνίων, ο οποίος όχι μόνο εξασφάλισε την ύπαρξη του μεσσηνιακού κράτους έκτοτε αλλά καθόρισε ευνοϊκά και τα σύνορά του έναντι της Σπάρτης. Όμως το 214 μ.Χ. ο Φίλιππος ο Ε' βασιλιάς της Μακεδονίας, καίτοι σύμμαχος των Μεσσηνίων, θέλησε να καταλάβει το ισχυρό φρούριο της Ιθώμης γιατί πίστευε πως αν έπαιρνε τα δύο ισχυρά φρούρια της εποχής εκείνης, την Ιθώμη και τον Ακροκόρινθο, θα γινόταν κύριος της Πελοποννήσου. Έτσι, έστειλε το στρατηγό του Δημήτριο τον Φάριο, με ισχυρό στρατό, ο οποίος και κατέφθασε με πλοία στον μεσσηνιακό κόλπο. Για να μη γίνει αντιληπτός από τους Μεσσήνιους αποβιβάστηκε νύχτα από τα πλοία και αφού προχώρησε και έφθασε στην περιοχή Μαγγανιακού, δυτικά του βουνού Ψωριάρη, εισέβαλε στην Ιθώμη από την δυτική πλευρά. Η μάχη ήταν σκληρή, οι Μεσσήνιοι, άντρες και γυναίκες, αντιστάθηκαν γενναία, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο Δημήτριος και πολλοί Μακεδόνες. Όσοι δε επέζησαν, αναχώρησαν αμέσως για την Μακεδονία. Οι Μακεδόνες, αμέσως, ζήτησαν συγνώμη από τους Μεσσήνιους για την δόλια αυτή πράξη τους και έκτοτε έμειναν πιστοί σύμμαχοι και φίλοι των Μεσσηνίων.

Κατά τον Παυσανία η Μεσσήνη παρέμεινε η πιο ανθηρή πόλη της Πελοποννήσου μέχρι το 395 μ.Χ., όταν ο τρομερός Γότθος Αλάριχος, με τους Γερμανούς στρατιώτες του, κατέστρεψε και κατέκλεψε την Ιθώμη και τη γύρω της περιοχή. Η Ιθώμη, έκτοτε, δε μπόρεσε να βρει την παλιά της αίγλη και να κάνει δυναμική την παρουσία της στην Ιστορία. Οι Μεσσήνιοι ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό γύρω στο 400 μ.Χ. και το 451 μ.Χ., στη σύνοδο της Χαλκηδόνας, εξελέγη ο πρώτος επίσκοπος Ιθώμης.

Όταν ελευθερώθηκε η Ελλάδα από τους Τούρκους, αμέσως, ξεκίνησαν ανασκαφές και έφεραν στο φως την παλιά πόλη. Οι πρώτες ανασκαφές έγιναν από την Γαλλική αποστολή το 1829, χωρίς σημαντικό αποτέλεσμα. Το έτος 1895, η Αρχαιολογική Εταιρεία Αθηνών, δια του τότε εφόρου αρχαιοτήτων και μετέπειτα πολιτευτή Σάμου Θεμιστοκλή Σοφούλη, έκανε νέες ανασκαφές, οι οποίες έφεραν στο φως μέρος του λεγόμενου «Συνεδρίου», χωρίς και αυτές να αποκαλύψουν τίποτα το σημαντικό. Τα έτη 1909 και 1925 έγιναν νέες, πιο συστηματικές ανασκαφές, από την Αρχαιολογική Εταιρεία Αθηνών υπό τον εξαίρετο αρχαιολόγο Γιώργο Οικονόμου, Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών, οι οποίες και έφεραν στο φως σημαντικά ευρήματα.


Οι ανασκαφές συνεχίζονται και σήμερα, περισσότερο συστηματικά, από τον καθηγητή Πανεπιστημίου Κρήτης, Πέτρο Θέμελη, και φέρνουν στο φως σπουδαία ευρήματα. Συνοπτικά, μερικά από τα ευρήματα που ήρθαν στο φως από τις αλλεπάλληλες ανασκαφές, είναι τα εξής:

α). Το Στάδιο-Γυμνάσιο, ο χώρος δηλαδή που ετελούντο οι διάφοροι αθλητικοί αγώνες, όπως οι γυμνικοί αγώνες των εφήβων, οι αγώνες προς τιμή του Ιθωμάτα Δία και άλλοι (σε καλή κατάσταση βρέθηκε το πέταλο του στίβου που η πλάτη του βλέπει προς το Ασκληπιείο). Περιλαμβάνει 15 κερκίδες με 19 σειρές εδωλίων που διαχωρίζονται από κλιμακοστάσια.


β). Η Αγορά. Στην αρχαία εποχή αγορά λεγόταν η συνέλευση του λαού (ή εκκλησία του δήμου), όταν συνερχόταν για να ακούσουν όλοι τις αποφάσεις των ηγεμόνων, χωρίς συζήτηση και ψήφο. Αργότερα, στα δημοκρατικά πολιτεύματα, η εκκλησία του λαού συζητούσε τις αποφάσεις και τις ενέκρινε ή τις απέρριπτε. Σήμερα, με τον όρο αγορά εννοούμε όλον τον χώρο στον οποίο βρίσκονται τα δημόσια κτίρια. Στο χώρο της αγοράς βρέθηκαν:

1. Το Θέατρο, τα μέρη του οποίου είναι όμοια με εκείνα του θεάτρου της Επιδαύρου, με τις κερκίδες, τα διαζώματα, το χώρο για τους χορευτές (ορχήστρα) κ.λ.π. Οι διαστάσεις του κοίλου των κερκίδων ήταν 90x90 μ. αρκετές για να εξυπηρετούν τους περίπου 50.000 κατοίκους που είχε η αρχαία Μεσσηνία στην ακμή της. Στο χώρο του θεάτρου βρέθηκαν πολλά οστά ζώων, τα οποία, προφανώς χρησιμοποιούσαν στις διάφορες θυσίες. Τα οστά ανήκαν σε βόδια, πρόβατα, κατσίκια, ελάφια και άλλα ζώα, εκτός από άλογα, τα οποία οι Μεσσήνιοι σέβονταν και χρησιμοποιούσαν μόνο στους πολέμους ή στους ιππικούς αγώνες. Από την παλιά αυτή συνήθεια, του σεβασμού των αλόγων, πηγάζει προφανώς και η νεοελληνική συνήθεια να μη χρησιμοποιούμε για τροφή μας το κρέας του αλόγου.


2. Το Συνέδριο, δηλαδή με τη σημερινή έννοια το Βουλευτήριο, όπου συγκεντρώνονταν  οι  αντιπρόσωποι όλων των Μεσσηνίων. Το όλο κτίριο αποτελείται από τρία διαμερίσματα, από τα οποία σε καλύτερη κατάσταση βρίσκεται ο καθ' εαυτός χώρος του βουλευτηρίου. Βόρεια του βουλευτηρίου υπάρχουν τα ερείπια του Ωδείου, χώρου πολιτικών, πνευματικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων.

3. Το Σεβαστείο. Ο χώρος αυτός είχε αφιερωθεί από το 14 μ.Χ. στη λατρεία του Ασκληπιού, προς τιμήν των Ρωμαίων αυτοκρατόρων (των Σεβαστών ή Αυγούστων) και κυρίως του Τιβέριου, φίλου των Μεσσηνίων (Επέστρεψε στη Μεσσηνία, από τους Σπαρτιάτες, την πόλη των Φαρών και την πόλη της Θουρίας).

4. Το Κριναίο, δηλαδή το οικοδόμημα της κρήνης της Αρσινόης, κόρης του βασιλιά Λεύκιππου και μητέρας του Ασκληπιού, πολιούχου της αρχαίας Μεσσήνης. Την κρήνη τροφοδοτούσε με νερό, μέσω υπογείου αγωγού, η σημερινή πηγή του χωριού Μαυρομματίου και με διάφορες διακλαδώσεις υδρευόταν όλος ο χώρος της αγοράς.

5. Το Ασκληπιείο, το οποίο πήρε την ονομασία του από το θεό της ιατρικής, Ασκληπιό, ο οποίος λατρευόταν στη Μεσσήνη ως θεοποιημένος ηγεμόνας. Το Ασκληπιείο είναι ολόκληρο συγκρότημα από ναούς και άλλα δημόσια κτίρια, τα οποία βρίσκονταν, όλα, υπό τη θεϊκή προστασία του Ασκληπιού. Δεσπόζουσα θέση, στο κέντρο, κατέχει δωρικός ναός, η αυλή του οποίου ήταν στρωμένη με λατύπη. Κατά τον Παυσανία, στο χώρο της αγοράς υπήρχαν ακόμα: άγαλμα του Διός Σωτήρος, ιερά κτίσματα του Ποσειδώνα και της Αφροδίτης και σπουδαίο άγαλμα  από   μάρμαρο της Πάρου της «Μητρός των Θεών», φιλοτεχνημένο από τον ξακουστό Μεσσήνιο τεχνίτη Δαμνοφώντα.

6. Το ιερό της Δήμητρος και των Διοσκούρων, αδελφών της Ωραίας Ελένης.


7. Το Δημόσιο Λουτρό (Βαλανείο), νότια του Ασκληπιείου.

8. Δύο συνεχόμενες αίθουσες ανατολικά του Ασκληπιείου, πιθανώς αίθουσες της βιβλιοθήκης.

Με τη σύντομη και συνοπτική αυτή περιγραφή δεν ήταν δυνατόν, βέβαια, να απαριθμήσουμε όλα τα ευρήματα του χώρου της αρχαίας Ιθώμης, τα οποία μαζί με το σωζόμενο ως σήμερα, σε καλή σχεδόν κατάσταση, μέρος του τείχους της αρχαίας πόλης με τους θαυμαστούς πύργους οχυρώσεων αναδεικνύουν το χώρο της αρχαίας Μεσσήνης ως δεύτερο, μετά την Ολυμπία, σε σημασία αρχαίο ελληνικό χώρο. Κατά τον καθηγητή Π. Θέμελη «η Μεσσήνη αναδεικνύεται σε μια από τις σημαντικότερες σε μέγεθος, μορφή και διατήρηση, πόλεις τις αρχαιότητας, που έχει ακόμη πολλά να προσφέρει. Διαθέτει, εκτός των άλλων, το σημαντικό προσόν να μην έχει καταστραφεί ή καταληφθεί από νεώτερους οικισμούς και να βρίσκεται σε ένα κατ’ εξοχήν μεσογειακό «ελληνικό» φυσικό περιβάλλον. Συνδυάζει την ορεινή μεγαλοπρέπεια των Δελφών και τη χαμηλή παραποτάμια γαλήνη της Ολυμπίας. Δε διαθέτει μόνο ιερά και δημόσια οικοδομήματα, αλλά και οχυρώσεις επιβλητικές και κατοικίες και ταφικά μνημεία» (εφημερίδα  Καθημερινή,  28/01/1996).

Ρωμαϊκή Περίοδος (146 π.Χ. - 330 μ.Χ.)


Κατά τους ρωμαϊκούς και πρωτοχριστιανικούς χρόνους η περιοχή Μαγγανιακού ακολούθησε την ανθηρή πορεία και ακμή της πρωτεύουσας του κράτους Μεσσήνης (Ιθώμης). Αυτό επιβεβαιώνεται από τον ιστορικό Παυσανία, ο οποίος όταν το 160 μ.Χ. επισκέφθηκε την Ιθώμη και τη γύρω της περιοχή την περιέγραψε σαν την καλύτερη και ανθηρότερη περιοχή της Πελοποννήσου (ευδαίμων χώρα).

Η βέβαιη κατοίκηση της περιοχής Μαγγανιακού στα ρωμαϊκά χρόνια αποδεικνύεται, εκτός των άλλων, και από ευρεθέντα ίχνη διαφόρων μνημείων των χρόνων εκείνων. Στο παλιό πετράλωνο, μπροστά από το σπίτι του Ψαρούλη, στην άκρη του χωραφιού του Φ. Αργυρόπουλου, το 1940, ο αείμνηστος πατέρας μου Λυκούργος Ψαρούλης βρήκε (ξέθαψε οργώνοντας) κατεστραμμένο πήλινο αγγείο ρωμαϊκής περιόδου. Το αγγείο αυτό πρέπει να συνόδευε στον τάφο του κάποιον εξέχοντα νεκρό γιατί σε λίγο βάθος κάτω από τις πλάκες του αλωνιού, πολλές φορές, βρέθηκαν ανθρώπινα κρανία και άλλα οστά που μαρτυρούν την ύπαρξη νεκροταφείου ρωμαϊκής εποχής.

Ακόμα, στο βουνό Ψωριάρη, 200 περίπου μέτρα βορειοδυτικά του σημερινού μεγάλου πλάτανου, στη θέση Αλώνι, το 1939, ο αείμνηστος δάσκαλος του χωριού Περικλής Κοσμόπουλος, σε ανασκαφές που έκανε με τα παιδιά του σχολείου βρήκε τρεις τάφους, συλημένους, ρωμαϊκής εποχής. Έτσι, αποδεικνύεται ότι κατά την ρωμαϊκή περίοδο στην περιοχή Μαγγανιακού υπήρχαν σίγουρα οικισμοί, αφού ύπαρξη νεκροταφείων χωρίς την ύπαρξη οικισμών δεν εννοείται.

Οι Ρωμαίοι, στα πρώτα χρόνια της κατάκτησης, συμπεριφέρθηκαν κάπως φιλικά στην Ιθώμη, αφού δεν της ισοπέδωσαν τα τείχη όπως έκαναν στις άλλες πόλεις της Ελλάδας και τη διατήρησαν ως πρωτεύουσα της Μεσσηνίας μέχρι τους βυζαντινούς χρόνους που την διαδέχθηκε η Ανδρούσα. Όταν αργότερα ξέσπασε η διαμάχη μεταξύ Αντωνίου και Οκταβιανού για την εξουσία στη Ρώμη, η Μεσσήνη (Ιθώμη) πήγε με το μέρος του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας και ο νικητής Οκταβιανός τιμώρησε τους Μεσσήνιους αφαιρώντας τους, εκτός των άλλων, και τον έλεγχο της πόλης Θουρίας.

Εγκατάσταση Σλάβων ποιμένων στα βουνά του Μαγγανιακού


Τον Αύγουστο του 626 μ.Χ. ο Ηράκλειος, με την μεγαλύτερη δύναμη του στρατού του, απουσίαζε από την Κωνσταντινούπολη σε εκστρατεία κατά των Περσών. Οι Άβαροι, λαός Μογγολικής καταγωγής με ισχυρό ιππικό και μικρά πλοιάρια, βοηθούμενοι και από ομάδες Σλάβων ποιμένων πολιόρκησαν από ξηρά και θάλασσα την Πόλη για να την καταλάβουν. Χάριν όμως στις ενέργειες του Πατριάρχη Σέργιου και του Μαγίστρου Βώνου, και με τη χρήση του υγρού πυρός, οι πολιορκητές νικήθηκαν και ετράπησαν σε φυγή.

Οι ομάδες των Σλάβων, επωφελούμενες της απουσίας των αυτοκρατορικών δυνάμεων από τον ελληνικό χώρο, κατέβηκαν την Ελλάδα σε μικρές ομάδες, ακολουθώντας τις κορυφογραμμές, φθάνοντας μέχρι την Πελοπόννησο, όπου και εγκαταστάθηκαν. Μεγαλύτερη ακόμα μετακίνηση σλαβικών ομάδων, Σέρβων και Κροατών, προς την Ελλάδα, έγινε τον επόμενο, 8ο αιώνα, επί βασιλείας του Κωνσταντίνου του Ε' του Ισαύρου (741-755). Τα χρόνια εκείνα στην κυρίως Ελλάδα είχε πέσει μεγάλη επιδημία χολέρας, με αποτέλεσμα να αραιώσει πολύ ο πληθυσμός. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στους Σλάβους να διολισθήσουν εύκολα και να εγκατασταθούν σε ακατοίκητες περιοχές του Ελληνικού χώρου.

Στο χώρο της Μεσσηνίας, οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν στον Ταύγετο, στην Πυλία και κυρίως στα βουνά της Τριφυλίας, της Κυπαρισσίας και της Ιθώμης. Στα βουνά της περιοχής Μαγγανιακού εγκαταστάθηκαν στους Καλλιγάδες, σε όλο το Πλάι, στο Αλωνάκι και σε όλη την Κόφτρα μέχρι τη Γούβα. Οι Καλλιγάδες, που μέχρι τότε ήταν τόπος διαμονής λύκων, αγριοχοίρων, αλεπούδων και άλλων αγριμιών, πρωτοκαλλιεργήθηκαν από τους Σλάβους και έκτοτε έμειναν ήμερα χωράφια μέχρι και σήμερα. Οι Σλάβοι ξελόγγωσαν και καλλιέργησαν ολόκληρο το Πλάι, από τον Καλαρρύτη μέχρι το Αλωνάκι και από την Κόφτρα μέχρι τη Γούβα. Στο Πλάι είναι ακόμα εμφανή τα ίχνη από τις πεζούλες που έφτιαξαν για να συγκρατήσουν το χώμα στα χωράφια τους και από τα μαντριά και κοτέτσια που είχαν για να προστατεύουν τα ζώα τους. Ακόμα, υπάρχουν ίχνη από τις πρόχειρες κατοικίες τους (καλύβες), γιατί οι Σλάβοι ήταν λαός νομαδικός, δεν είχαν δηλαδή μόνιμες κατοικίες αλλά μετακινούνταν ανάλογα με τις πιέσεις που δέχονταν από τους μόνιμους Έλληνες κατοίκους της κάθε περιοχής και ανάλογα με τις τροφές που υπήρχαν στο κάθε μέρος για τα ζώα τους.

Όταν, με το πέρασμα των χρόνων, οι νομάδες Σλάβοι συγχωνεύτηκαν με τους ντόπιους κατοίκους και εξελληνίστηκαν, σιγά-σιγά κατέβηκαν από τα βουνά και η καλλιέργεια των ορεινών αυτών περιοχών εγκαταλείφθηκε, εκτός από τις περιοχές κοσμαίικα χωράφια και Αλωνάκι, οι οποίες έμειναν ήμερες μέχρι το 1944 περίπου, οπότε έμειναν και αυτές ακαλλιέργητες και λόγγωσαν.

Η παρουσία των Σλάβων αποδεικνύεται, ακόμα, από τα πολλά τοπωνύμια της περιοχής μας σλαβικής προέλευσης, όπως Καβελαρίτσα, Ντόριζα, Κριθαρίτσα, Ταΐτσα και άλλα και από τα πολλά σλάβικα ονόματα ζώων και αντικειμένων, όπως γουστέρα, νυφίτσα, κουνάβι, βεδούρα, κλίτσα, λόγγος, βαγιένι, κοτέτσι, λαγκάδι, τσέλιγκας και άλλα.

Οι Σλάβοι, κατά τον ιστορικό Λάμπρου, δεν είχαν φυλετική σχέση με τους Βουλγάρους. Ανήκαν στην ίδια ινδοευρωπαϊκή φυλή με τους Έλληνες και τους περισσότερους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς. Ήταν ψηλοί, ξανθότριχοι, γαλανόφθαλμοι, φιλόξενοι, άδολοι, φιλήσυχοι και ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Οι Έλληνες (Βυζαντινοί) τους χρησιμοποιούσαν σαν υπηρέτες στα χωράφια τους, δηλαδή για SERVIS, για αυτό πήραν και την προσωνυμία «Σέρβοι». Όταν εξελληνίστηκαν, έγιναν οι καλύτεροι πατριώτες και Έλληνες στρατιώτες κατά των Φράγκων και των Τούρκων. Ονομαστοί έμειναν οι Σέρβοι της Μάνης, οι Μελιγγοί, που κατοικούσαν, οι περισσότεροι, στην περιοχή της Καρδαμύλης μέχρι την Αρεόπολη. Οι Μανιάτες αυτοί Σέρβοι ήταν ζωηροί, ατίθασοι και παρ’ ότι εξελληνίστηκαν και έγιναν Χριστιανοί, επανειλημμένα στασίασαν κατά των Βυζαντινών, ενώ επί Τουρκοκρατίας δεν υποτάχθηκαν ποτέ στους Τούρκους. Κατά τους χρόνους της επανάστασης του 1821 ξεσηκώθηκαν πρώτοι κατά των Τούρκων και είναι γνωστή η προσφορά τους στον αγώνα για τη λευτεριά της πατρίδας μας.

Τα χρόνια της Φραγκοκρατίας


Η ιστορία του Μαγγανιακού, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, αρχίζει από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας. Ο Φράγκος ιππότης Βιλλεαρδουίνος, το 1204, έπλεε με το στόλο του για τους Αγίους Τόπους. Όταν, κοντά στη Συρία, πληροφορήθηκε ότι Βέλγοι και Ιταλοί κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, ανέκοψε την πορεία του και έβαλε πλώρη για την Πόλη, θέλοντας να πάρει και αυτός μερίδιο από τη λεηλασία της. Για καλή του, μάλλον, τύχη τον έπιασε σφοδρή κακοκαιρία (φουσκοθαλασσιά) και τον ανάγκασε να βρεθεί στην όμορφη αμμουδιά της Μεθώνης Μεσσηνίας, αντί της Κων/πολης. Με την πείρα που είχε, σαν τυχοδιώκτης θαλασσινός, αντιλήφθηκε αμέσως την ομορφιά και την ευφορία της περιοχής και χωρίς καθυστέρηση βάλθηκε να την καταλάβει. Στην αποφασιστική μάχη που δόθηκε στη θέση Κούντουρου-Ελαιώνας στην περιοχή Μαυροματίου Ιθώμης, νίκησε τους Βυζαντινούς και έγινε κύριος της Μεσσηνίας και τελικά, σε τρία χρόνια, ολόκληρης σχεδόν της Πελοποννήσου.

Ο τόπος μας μεταβλήθηκε τότε σε αποικία γαλλική, της οποίας οι ηγεμόνες βρίσκονταν κάτω από την εξουσία του Γάλλου βασιλιά, και αργότερα κάτω από τους Γάλλους βασιλιάδες του οίκου των Ανζού, που είχαν την έδρα τους στην Νεάπολη της Ιταλίας. Η όμορφη περιοχή του Μαγγανιακού και των γύρω χωριών τράβηξε αμέσως το ενδιαφέρον των Φράγκων, ιδιαίτερα κατά τα χρόνια της ηγεμονίας (1278) της  Ισαβέλλας (Ιζαμπώ). Η Ιζαμπώ γεννήθηκε στην Καλαμάτα με μητέρα Ελληνίδα, την Αγγελίνα, κόρη του Δεσπότη της Ηπείρου Κομνηνού. Από μικρή έμαθε την ελληνική γλώσσα και αγαπούσε πολύ τους Έλληνες. Η κύρια διαμονή της ήταν το πατρογονικό της κάστρο στην Καλαμάτα, το κάστρο της Μεσσήνης (Νησιού), που ήταν χτισμένο στη θέση της σημερινής πανηγυρίστρας και η περιοχή μέχρι το Μαγγανιακό.

Την περιοχή Μαγγανιακού επέλεξε να κατοικήσει και να διοικήσει ο ευγενής Φράγκος Maconico, ο οποίος στη νότια άκρη του σημερινού χωριού, εκατό μέτρα από την αξιόλογη πηγή του χωριού, έχτισε τον πύργο του (Παλιόπυργας), λείψανα του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα (σώζονται δύο πλευρές του πύργου με κατεστραμμένο θόλο και άλλα θεμέλια). Στην άκρη του πύργου και επί του χειμάρρου Άμπουλα υπήρχε γέφυρα η οποία συνέδεε, με αξιόλογο δρόμο, την περιοχή Μελιγαλά με την περιοχή Κυπαρισσίας (Αρκαδιάς). Η σύνδεση αυτή αναφέρεται από τα χρόνια της Αρχαίας Ιθώμης, όταν οι Ιθωμίτες, για να επικοινωνούν με την θάλασσα, προτιμούσαν τον ασφαλέστερο δρόμο, μέσω Μαγγανιακού-Κορομηλιάς-Κυπαρισσίας και όχι από την κάτω Μεσσηνία.


Τον Maconico περιστοίχιζαν οι Φράγκοι και οι Έλληνες προύχοντες και ήταν ο απόλυτος ηγεμόνας όλης της περιοχής γύρω από το Μαγγανιακό. Οκτακόσια περίπου μέτρα βορειοδυτικά του σημερινού χωριού, στο βουνό που σήμερα λέμε Παλιόκαστρο, ανοικοδόμησε το κάστρο που βρισκόταν εκεί από τα πιο παλιά χρόνια και μέσα στο κάστρο έφτιαξε σημαντικό οικισμό. Ο οικισμός επεκτεινόταν και έξω από το κάστρο και έφτανε μέχρι τον πύργο του Maconico, και λόγω του πληθυσμού του και της θέσης του δέσποζε σε όλη την περιοχή.



Ο αείμνηστος δάσκαλος Περικλής Κοσμόπουλος μου είχε διηγηθεί ότι κάποιος γνωστός του που  σπούδαζε στην Αμερική, στη βιβλιοθήκη της σχολής του, είχε διαβάσει σε ένα βιβλίο για τη Μεσσηνία στο οποίο το Μαγγανιακό αναφερόταν σαν το μεγαλύτερο κεφαλοχώρι της Κεντρικής Μεσσηνίας. Την ίδια ακριβώς πληροφορία μας έδωσε το καλοκαίρι του 1996 και η εξαίρετη κόρη του συγχωριανού μας Ανδρέα Δ. Καρακαϊδού, Έφη, καθηγήτρια Ισπανικών και απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου U.C.L.A. της Αμερικής. Μας πληροφόρησε, πως στην βιβλιοθήκη της σχολής της, είχε διαβάσει και αυτή κάποια ιστορία για τη Μεσσηνία, όπου το Μαγγανιακό αναφερόταν σαν το πιο αξιόλογο χωριό της κεντρικής Μεσσηνίας. Την παρακαλέσαμε μάλιστα, όταν επιστρέψει στην Αμερική, να ενδιαφερθεί για το βιβλίο αυτό και αν είναι δυνατόν να μας στείλει μια φωτοτυπία του σχετικού κειμένου, γιατί θα ήταν μια πολύ σπουδαία πληροφορία για την ιστορία του χωριού μας.

Από όλες αυτές τις πληροφορίες συμπεραίνουμε ότι το Μαγγανιακό, κάποια εποχή, ίσως στα χρόνια της πρώτης φραγκοκρατίας (1300-1400) που είχε το ισχυρό τότε κάστρο με τον πύργο του Maconico, μπορεί να υπήρξε πράγματι σημαντικό κεφαλοχώρι της περιοχής και να έπαιξε σπουδαίο ρόλο στα πολιτικά και στρατιωτικά δρώμενα της Μεσσηνίας. H δικαιοδοσία του Maconico έφθανε μέχρι τα σημερινά χωριά Τρίκορφο και Ελληνοκλησιά, και η διοίκησή του, όπως γενικά όλων των Φράγκων ηγεμόνων, μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν αρκετά συνετή.

Πολλοί Φράγκοι παντρεύτηκαν Ελληνίδες και οι απόγονοί τους, μιγάδες, οι λεγόμενοι Γασμούλοι, είχαν αρκετά προνόμια και δικαιώματα στην φράγκικη διοίκηση. Τα μεγάλα όμως στρώματα του πληθυσμού τα αποτελούσαν οι φτωχοί Έλληνες χωρικοί, οι Βιλλάνοι, όπως τους έλεγαν οι Φράγκοι, οι οποίοι είχαν λίγη ιδιοκτησία και περισσότερο ασχολούνταν με την καλλιέργεια των μεγάλων κτημάτων των Φράγκων γαιοκτημόνων, χωρίς να κερδίζουν σχεδόν τίποτα από αυτά.

Μιλώντας για Φράγκους, διευκρινίζουμε, ότι την εποχή εκείνη Φράγκοι ονομάζονταν όλοι οι καθολικοί ηγεμόνες της Δύσης, Βέλγοι, Γάλλοι, Ιταλοί, εκτός των Ιταλών της Βενετίας, οι οποίοι αναφέρονταν με το εθνικό τους όνομα. Κατά τον ιστορικό Κόντογλου, ο Maconico, όπως όλοι οι Φράγκοι ευγενείς, ζούσε ήσυχος στον πύργο του, περιστοιχιζόμενος από την φράγκικη φρουρά του, ενώ οι Βιλλάνοι γύρω του καλλιεργούσαν τα κτήματα, τα εισοδήματα των οποίων παρέδιδαν σχεδόν εξ' ολοκλήρου στον Maconico.  Σε περίπτωση πολέμου ή εξέγερσης, κλεινόταν στο κάστρο μαζί με την φρουρά του και τους άλλους υπερασπιστές.

Το κάστρο ήταν πολύ ισχυρό και η στρατηγική του θέση του επέτρεπε να ελέγχει και να εξασφαλίζει την ελεύθερη διάβαση, από την περιοχή Μελιγαλά μέχρι την Κυπαρισσία. Η παλιά ονομασία του κάστρου, ίσως να ήταν Αγγελόκαστρο. Ήταν σύγχρονο του κάστρου της Ανδρούσας, η οποία τα χρόνια εκείνα ήταν, μετά την Καλαμάτα, η πιο αξιόλογη πόλη της Μεσσηνίας. Εντός του κάστρου και επί της κορυφής του βουνού υπήρχε μεγάλη δεξαμενή περισυλλογής ομβρίων υδάτων, η οποία σώζεται μέχρι σήμερα, για την ύδρευση του κάστρου σε περίπτωση αποκλεισμού του. Σε καθημερινή βάση, ο οικισμός υδρευόταν από την πηγή Μουτσιάρα των Καλλιγάδων, με φυσική ροή μέχρι το κάτω μέρος του οικισμού.

Ύψωμα "Παλαιόκαστρο"
Το Παλαιόκαστρο, αναφέρεται σαν κάστρο του Maconico, στους εξής ιστορικούς πίνακες:
α). Στο χωρογραφικό πίνακα -3- του βιβλίου του Karl Hopf, Ghroniques Greco-Romanes 1463 (σελ. 202), με την ονομασία "Mayayiado vel Maconico".
β). Στο χωρογραφικό πίνακα -5- του Groniques Greco-Romanes 1467 (σελ. 205-256), με την ονομασία "Maconico".
γ). Στο χωρογραφικό πίνακα -8- του βιβλίου του J. Buchon, Le Livre de la Conqueste dela Morce VIP 1471 (σελ. 64-65), με την ονομασία "Μonciniaco".

Από το κάστρο και τη μακρόχρονη κατοίκηση του Maconico στο σωζόμενο μέχρι σήμερα πύργο του, το χωριό μας πήρε την σημερινή, ιστορική, ονομασία του, με κάποιες βέβαια αλλοιώσεις.

Υπάρχουν, βέβαια, και άλλες απόψεις για την ονομασία του χωριού μας. Ο δάσκαλος Π. Τζανόπουλος, ο οποίος υπηρέτησε επί δεκαετία στο χωριό μας και ασχολήθηκε με την ιστορία και λαογραφία του, με πληροφόρησε ότι το χωριό ίσως πήρε την ονομασία του από τη λέξη «μάγγανο» ή «μαγγάνι» ή «μαγγανικό», όπως, κατά τα βυζαντινά χρόνια, ονομαζόταν η πολεμική μηχανή με την οποία πετούσαν μακριά λίθους (καταπέλτης-σφεντόνα). Τέτοια πολεμική μηχανή υπήρχε στο παλιό κάστρο του Μαγγανιακού για την αμυντική του προστασία. Ίσως να μην είναι άσχετο το γεγονός πως τους Μαγγανιακίτες, από τα πολύ παλιά χρόνια, τους αποκαλούσαν «σφεντονάδες».

Τρίτη τέλος άποψη είναι ότι το χωριό ίσως πήρε την ονομασία του από τα μεταλλεία μαγγανίου που υπήρχαν στην περιοχή Μαγγανιακού. Πράγματι, στη θέση Μεταλότρυπα, 1500 μέτρα περίπου νότια του χωριού, σώζονται ακόμα μικρές στοές (τρύπες) από τις οποίες γινόταν η εξόρυξη του μετάλλου. Η τρίτη αυτή άποψη, ήταν η επικρατέστερη κατά την δεκαετία του '50, και έτσι έγινε η διόρθωση της ορθογραφίας του ονόματος του χωριού, από Μαγκανιακό (με «γκ») σε Μαγγανιακό (με «γγ»). Κατά την γνώμη μου, η διόρθωση αυτή είναι λανθασμένη, και η από αιώνες γραφή του ονόματος του χωριού με «γκ» είναι η σωστή και ανταποκρίνεται στην ιστορική ονομασία του χωριού, από το παλιό κάστρο του Maconico.

Η πρώτη επίσημη ονομασία του χωριού μας βρίσκεται στους πίνακες Grimmani, στην απογραφή δηλαδή που έκαναν, επίσημα, οι Ενετοί το 1700 σε ολόκληρη σχεδόν την Πελοπόννησο. Απογραφές πληθυσμού έγιναν πολλές και διάφορες, από τους Φράγκους, τους Ενετούς, τους Τούρκους, όπως τα κατάστιχα των Τούρκων 1461-1463, απογραφή Corner 1682, απογραφή Grimmani 1700 και πολλές άλλες, όλες όμως ήταν γενικές και ελλιπείς, χωρίς να μας δίνουν συγκεκριμένες πληροφορίες για την οικονομική και δημογραφική κατάσταση της περιοχής μας. Η μόνη αξιόλογη, εκτός από την απογραφή Grimmani, είναι επίσης η απογραφή που έκανε το 1461-63 η οθωμανική διοίκηση στην Πελοπόννησο. Οι πίνακες της απογραφής αυτής βρίσκονται σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη Σόφιας «Κύριλλος και Μεθόδιος», και το αξιοσημείωτο της απογραφής αυτής για τον τόπο μας είναι ότι τα χωριά της Πελοποννήσου, την εποχή εκείνη, εμφανίζονται να είχαν πολλούς αλβανικής καταγωγής κατοίκους. Το αλβανικό αυτό στοιχείο το είχαν φέρει στην Πελοπόννησο, όπως αναφέρεται και στο πιο κάτω κεφάλαιο, οι Παλαιολόγοι του Μυστρά, για να ενισχύσουν το στρατό τους στους αγώνες τους κατά των Φράγκων και των Τούρκων.

Απογραφή Grimmani (1700)


Tο 1700, οι Βενετοί είχαν ήδη αποσπάσει από τους Τούρκους πολλά μέρη της Πελοποννήσου, μεταξύ των οποίων και τη Μεσσηνία.  Για να οργανώσουν καλύτερα τη διοίκηση των περιοχών που κατείχαν και με σκοπό, περισσότερο, την αλλοτρίωση της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης των Πελοποννησίων, προς όφελος του καθολικισμού, έκαναν γενική απογραφή πληθυσμού (απογραφή Grimmani).

Επειδή η απογραφή Grimmani παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για όλα τα χωριά της περιοχής μας, την παραθέτουμε όπως έχει δημοσιευθεί στο βιβλίο του Β.Παναγιωτόπουλου, «Πληθυσμός και Οικισμοί Πελοποννήσου 13ου-18ου αιώνα», βάσει του ιστορικού αρχείου της Εμπορικής Τράπεζας.

Πίνακες  Grimmani:



Από την απογραφή αυτή μαθαίνουμε, τα εξής ενδιαφέροντα:

α). Η ονομασία του χωριού μας είναι «Magagnaco».

β). Οι κάτοικοι του χωριού είναι οκτώ οικογένειες με 27 συνολικά κατοίκους. Αν ληφθεί υπόψη ότι και τα άλλα χωριά της περιοχής είχαν τόσους σχεδόν κατοίκους, (Σάμαρι 24, Μαυρομάτι 36 και ολόκληρη η Πελοπόννησος 175.000), συμπεραίνεται ότι το Μαγγανιακό το 1700 ήταν ένα συνηθισμένο, για την εποχή εκείνη, χωριό.

γ). Καμιά οικογένεια (νοικοκυριό), όχι μόνο του Μαγγανιακού αλλά όλων των χωριών και πόλεων που περιλαμβάνονται στην απογραφή, δεν είχε περισσότερα από ένα ή δύο παιδιά (το φαινόμενο αυτό παρατηρείται και σε όλες τις απογραφές των χρόνων 1300 και 1354, τόσο στην Πελοπόννησο όσο και στη Μακεδονία). Η εξήγηση είναι ότι την περίοδο 1300-1700, στη Μεσσηνία και σε όλη γενικά την Ελλάδα, είχε πέσει αρκετές φορές, τρομερή επιδημία (μαύρη χολέρα), η οποία είχε αποδεκατίσει τον πληθυσμό, ιδιαίτερα τα παιδιά. Ακόμα, οι Τούρκοι και οι Ενετοί κατακτητές φορολογούσαν τους σκλαβωμένους Έλληνες ανάλογα με τα μέλη κάθε οικογένειας (κεφαλικός φόρος), οπότε κάθε οικογένεια βολευόταν να έχει λίγα μέλη, αφού θα πλήρωνε λιγότερους φόρους.

Αρβανίτες στη Μεσσηνία


Οι Παλαιολόγοι του Μυστρά, το 1405, για να αυξήσουν το ντόπιο πληθυσμό που είχε αραιώσει από τους πολέμους και τις επιδημίες, μετέφεραν στην Πελοπόννησο αλβανόφωνο πληθυσμό και τον εγκατέστησαν στα ορεινά κυρίως μέρη. Το αλβανόφωνο αυτό στοιχείο, οι Παλαιολόγοι το ήθελαν περισσότερο για στρατιώτες στον αγώνα τους κατά των Φράγκων και των Τούρκων, αφού οι Αλβανοί ήταν καλοί πολεμιστές και ομόθρησκοι (χριστιανοί ορθόδοξοι) των Ελλήνων.

Στο τουρκικό κατάστιχο τιμαρίων (απογραφή) έτους 1461-1463 η Πελοπόννησος εμφανίζεται να έχει ισάριθμα ελληνικά με αλβανικά χωριά, με τη διαφορά ότι τα ελληνικά χωριά είχαν περισσότερες οικογένειες από τα αλβανικά χωριά. Οι Έλληνες ζούσαν κυρίως σε κωμοπόλεις, σε απλά λιθόχτιστα σπίτια με κεραμωτές στέγες και με κάποιες ανέσεις. Τα κτήματά τους ήταν τα καλύτερα της περιοχής και πάντοτε κοντά στους οικισμούς τους, ενώ ακόμα και στις περιπτώσεις που τα κτήματά τους ήταν μακριά από τους οικισμούς, το βράδυ, μετά την εργασία τους επέστρεφαν στα σπίτια τους για να κοιμηθούν με ασφάλεια. Απεντίας, οι Αλβανοί ζούσαν σε μικρά χωριά, διάσπαρτα στην ύπαιθρο, κοντά στα ζώα τους, τα οποία χωριά έπαιρναν συνήθως την ονομασία της φάρας τους ή το όνομα του αρχηγού της ομάδας που αποτελούσε το χωριό. Τα σπίτια τους ήταν πρόχειρες καλύβες χωρίς κάποιες έστω στοιχειώδεις ανέσεις.

Στην Μεσσηνία οι Αρβανίτες εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Τριφυλία, με κέντρο το Άνω Δώριο (Σουλιμά), σύντομα όμως εξαπλώθηκαν και σε άλλα μέρη. Το Σουλιμά, «Σούλι Μαδ», δηλαδή Σούλι Μεγάλο και τα γύρω χωριά, Ψάρι, Λάπι, Κλέσουρα, Αετός και άλλα, έγιναν το κέντρο του αλβανόφωνου πληθυσμού, ο οποίος με την πάροδο του χρόνου εξελληνίστηκε και απέκτησε γνήσια ελληνική εθνική συνείδηση. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί αγωνιστές της επανάστασης του 1821 όπως ο Μιαούλης, ο Ανδρούτσος, ο Γκρίτζαλης, ο Παπατσώρης και αμέτρητοι άλλοι, ήταν αρβανίτικης ρίζας και όμως προσέφεραν πάρα πολλά στον αγώνα της πατρίδας μας.

Στο Μαγγανιακό δεν εγκαταστάθηκαν Αρβανίτες, εγκαταστάθηκαν όμως στα κοντινά χωριά, Σιμίζα και Τζέμι (το Τζέμι βρισκότανε στο διάσελο μεταξύ του Μαυροματίου και της μονής Βουλκάνου) και δεν αποκλείεται με τις μετακινήσεις των κατοίκων και τις παντρειές, κάποιοι και από εμάς τους Μαγγανιακίτες να έχουμε αρβανίτικη ρίζα.

Οι Αρβανίτες, πριν κατέβουν νοτιότερα, ζούσαν στην περιοχή του Ελμπασάν και ανήκαν στην φάρα (πατριά) των Τόσκηδων.  Επειδή ήταν Χριστιανοί Ορδόδοξοι, αυτό τους έκανε να έχουν πάντοτε καλές σχέσεις με τους Έλληνες κατοίκους και να προσαρμοστούν αμέσως στην ελληνική κοινωνία. Οι Αρβανίτες της Τριφυλίας, θεωρούσαν τους άλλους ομοφύλους τους, της Μεσσηνίας, εκφυλισμένους και μόνο τους εαυτούς τους ήθελαν για γνήσιους πολεμιστές, «Ντρέδες».

Το 1454, ο Αρβανίτης οπλαρχηγός Πέτρος Μπούας, μαζί με τον τυχοδιώκτη Βυζαντινό Μ. Κατακουζηνό, ξεσηκώθηκαν κατά των Παλαιολόγων, οι οποίοι δυστυχώς, για να πνίξουν την ανταρσία ζήτησαν την βοήθεια του Μωάμεθ του πορθητή της Κων/πολης και φονιά του αδελφού τους Κωνσταντίνου. Ο Μωάμεθ έστειλε αμέσως στη Μεσσηνία τον Τουραχάν Πασά με μεγάλο στρατό, ο οποίος παρά την αντρεία των Τριφυλίων τελικά τους νίκησε και κατέκαψε την περιοχή. Ιδιαίτερα κατέστρεψε, εκ θεμελίων, τον Αετό και το Τζέμι.