Η Μονή Βουλκάνου


Από τα αρχαία χρόνια η ζωή των κατοίκων της περιοχής Μαγγανιακού είναι στενά δεμένη με το βουνό Bουλκάνος. Ο Βουλκάνος (όρος Ιθώμη) βρίσκεται πέντε περίπου χιλιόμετρα ανατολικά του Μαγγανιακού και από την κορυφή του είναι ορατή όλη σχεδόν η μεσσηνιακή γη. Στους πρόποδές του, προς την πλευρά του Μαγγανιακού, βρίσκεται η αρχαία Μεσσήνη-Ιθώμη, γύρω από το αμφιθεατρικό και όμορφο χωριό Μαυρομάτι. Στην κορυφή του Βουλκάνου, ύψους 802 μέτρων, είναι χτισμένο μοναστήρι στο όνομα της Θεοτόκου, γνωστό σήμερα, σαν «Μονή Βουλκάνου», ή «Παναγία της Κορυφής», ή «Παναγία της Γοργοπάκουης», ή της «Θεοτόκου της Πανωκαστρίτισσας».


Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς κτίστηκε το πρώτο χριστιανικό μοναστήρι στην κορυφή του Βουλκάνου. Ο πρώτος που έχτισε ναό στην κορυφή, στο όνομα του Ιθώματα Δία, που κατά τη μεσσηνιακή παράδοση είχε γεννηθεί στην Μεσσηνία και ανατραφεί από τις νύμφες Ιθώμη και Νέδα, ήταν ο βασιλιάς των Μεσσηνίων Πολυκάονας και η γυναίκα του Μεσσήνη.  Στα θεμέλια του παλιού αυτού ναού, γύρω στο έτος 725 μ.Χ., χτίστηκε, κατά την παράδοση, ο πρώτος χριστιανικός ναός από καλόγερους εικονολάτρες, κυνηγημένους από τους οπαδούς του εικονομάχου αυτοκράτορα Λέοντα του Ίσαυρου. Η καταδίωξη συνεχίσθηκε από τους εικονομάχους και οι καλόγεροι της κορυφής, κυνηγημένοι, απέκρυψαν την εικόνα της Θεοτόκου σε κάποιο σημείο του βουνού και οι ίδιοι κατέφυγαν στο απέναντι βουνό, την Εύα.

Στο βουνό Εύα, μυθολογείται πως ο Διόνυσος και η συνοδεία του χόρευαν και γλεντοκοπούσαν με τις γυναίκες και όταν έφταναν σε παραλήρημα ξεφώνιζαν τις βακχικές επιφωνήσεις «ευοί-ευάν», από τις οποίες το βουνό ονομάστηκε Εύα. Στην κορυφή του βουνού Εύα, οι Μεσσήνιοι για να τιμήσουν τον Διόνυσο, έκτισαν ναό, ο οποίος με το πέρασμα του χρόνου γκρεμίστηκε. Στα θεμέλια του γκρεμισμένου ναού, οι χριστιανοί για να τονίσουν την υπεροχή της θρησκείας τους έναντι της ειδωλολατρείας, όπως συνήθως έκαναν, έχτισαν μικρή βυζαντινή εκκλησία στο όνομα του Αγίου Βασιλείου, από όπου  το βουνό της Εύας μετονομάστηκε σε Άγιος Βασίλης. Γύρω από την εκκλησούλα πολλοί καλόγεροι ασκητές έστησαν τα φτωχικά ασκητήριά τους και παρέμειναν εκεί μέχρι τα χρόνια των Παλαιολόγων, ταπεινοί και λιτοδίαιτοι.

Στα χρόνια του Ανδρόνικου Παλαιολόγου, πάντοτε κατά την παράδοση, μια νύχτα με σφοδρή καταιγίδα, οι καλόγεροι της εκκλησούλας είδαν στο απέναντι βουνό του Βουλκάνου να ανάβει ένα φως. Από το φως οδηγούμενοι, βρήκαν κάτω από ένα πουρνάρι την εικόνα της Παναγίας. Το γεγονός πληροφορήθηκε η θεοσεβούμενη αυτοκράτειρα, η οποία και διέταξε, με έξοδά της, να κτισθεί στον Βουλκάνο το σημερινό μοναστήρι, στο όνομα της Θεοτόκου. Ο κορμός του πουρναριού που βρέθηκε η εικόνα χρησιμοποιήθηκε για ανώφλι της πύλης της εκκλησίας και οι προσκυνητές, μερικές φορές, παίρνουν μικρά τρίμματα για φυλακτό ή αντιπυρετικό.


Το μοναστήρι ανιδρύθηκε στα θεμέλια του παλιού μικρού ναού, ο οποίος είχε κτισθεί και αυτός στα θεμέλια του αρχαίου ναού του Ιθωμάτα Δία. Η Αγία Τράπεζα της εκκλησίας ακουμπάει σε βάθρο αρχαίου αγάλματος που φέρει στις τρεις προσόψεις του αρχαίες, δυσανάγνωστες, επιγραφές. Η εκκλησία έχει μήκος 50 περίπου μέτρα και πλάτος 28 μέτρα και το εσωτερικό της είναι γεμάτο αγιογραφίες, βυζαντινής τέχνης. Πολλές αγιογραφίες είναι κατεστραμμένες από τα φουσάτα του Ιμπραήμ, τα οποία κατέκλεψαν και πυρπόλησαν το μοναστήρι το έτος 1825 μαζί με όλη την περιοχή της Ιθώμης.

Από τις αγιογραφίες ξεχωρίζουν, στον πρόναο, η Γέννηση του Χριστού, το ξεκίνημα των Μάγων, η Μεταμόρφωση του Ιησού, η Σαμαρείτιδα και άλλες. Στην σκέπη του ναού ξεχωρίζουν, ο Άγιος Δαμασκηνός, ο Άγιος Βασίλειος, ο Χριστός, οι Πέτρος και Παύλος και άλλες. Στο ιερό και στις θολοειδής διαβάσεις ξεχωρίζουν, η Σταύρωση του Χριστού, ο απόστολος Ανδρέας, ο Παντοκράτωρ με την επιγραφή «Το στερέωμα των επί σοι πεποιθώτων» και άλλες.

Το μοναστήρι έχει τρία αξιόλογα παρεκκλήσια, τον Αϊ-Γιάννη, το ξομολογητήρι, χωρίς θυρίδα όπου ο πνευματικός αθέατος ξομολογάει τους κριματισμένους και τρίτο, άγνωστο σε ποιου Αγίου τη μνήμη αφιερωμένο. Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο και περισσότερο απλωνόταν η θαυματουργική φήμη της εικόνας της Παναγίας, ώστε από όλα τα μέρη της Πελοποννήσου να προσέρχονται προσκυνητές, ιδιαίτερα στην μνήμη της, στις 15 Αυγούστου, αναγκασμένοι όμως να ανεβαίνουν στην κορυφή του βουνού με τα πόδια.

Το βουνό Βουλκάνος είναι πετρώδες, αρκετά απότομο και δύσβατο. Βρίσκεται, όπως αναφέραμε, στο κέντρο σχεδόν της μεσσηνιακής γης και από την κορυφή του δίνεται η εντύπωση στο θεατή ότι βρίσκεται στο πιο ψηλό σημείο της Μεσσηνίας, έχοντας γύρω του τον απλωμένο κάμπο. Η κορυφή έχει αρκετή απλοχωριά, το πρόβλημα όμως είναι η δύσκολη ανάβαση και κατάβαση των προσκυνητών. Έτσι, κατά τον 16ο αιώνα οι καλόγεροι της μονής, για τη διευκόλυνση των προσκυνητών, έχτισαν μικρή εκκλησούλα στη θέση Διάσελο, λίγο πιο πάνω από το κατεστραμμένο χωριό Τζέμι, και κατέβασαν την εικόνα και τα ασκητήρια τους εκεί.


Ένας δεύτερος λόγος που ανάγκασε τους καλόγερους να εγκαταλείψουν την κορυφή και να κατέβουν πιο κάτω, στο προσιτό και απάνεμο μέρος, ήταν ότι την περίοδο εκείνη είχε ενσκήψει στην Ελλάδα και σε ολόκληρη την Ευρώπη τρομερό ψύχος (παγετώνες, χιόνια κλπ), ώστε η διαμονή στην κορυφή του βουνού ήταν, κατά την χειμερινή περίοδο, πάρα πολύ δύσκολη. Ο Τούρκος, όμως, ιδιοκτήτης του χώρου της αρχαίας Ιθώμης και της περιοχής γύρω του χωριού Μαυρομάτι ανάγκασε τους καλόγερους να φύγουν από την τοποθεσία αυτή, ώστε να φτιάξει οικισμό για τους ανθρώπους της δούλεψής του.

Το έτος 1625 οι καλόγεροι αγόρασαν από τον πατέρα του Μεμέτ Αγά της Ανδρούσας, αντί 10.500 γροσιών, την περιοχή στις βορειοανατολικές υπώρειες του βουνού Άγιος Βασίλης και έχτισαν εκεί, σταυροπηγιακό, το σημερινό επιβλητικό δίπατο μοναστήρι του Βουλκάνου. Η θέση είναι θαυμάσια, αρκετά επίπεδη, απλόχωρη, με τρεχούμενο νερό και καταπληκτική θέα. Όλοι οι καλόγεροι κατέβηκαν στο καινούργιο μοναστήρι εκτός από δυο-τρεις, οι οποίοι παρέμειναν στην κορυφή να υπηρετούν στο μοναστήρι και να δέχονται όσους το επισκέπτονταν. Τα τελευταία χρόνια, στην κορυφή, ασκήτευε μόνος του ο Πατέρας Γρηγοράκης, μετά όμως από το θάνατό του νομίζω πως δε μένει πλέον καλόγερος στην κορυφή.


Στην μονή Βουλκάνου, σήμερα, ανήκουν, εκτός των άλλων, το μοναστήρι Χρυσοκελλαριάς Κορώνης, η Αγία Παρασκευή Μεσσήνης, όπου τα Νιάμερα λιτανεύεται με θρησκευτική πομπή η θαυματουργή εικόνα, και το Ανδρομονάστηρο. Παλιότερα, ανήκαν ακόμα το μετόχι του μοναστηριού του Γαρδικίου και μέχρι το 1854 η εκκλησία των Γενεθλίων της Θεοτόκου του Φασουλά Σμύρνης. Το μοναστήρι διατηρεί ακόμη μεγάλο θησαυρό κειμηλίων και άλλων, ιστορικής αξίας, αντικειμένων. Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας είναι επάργυρη και κηρόπλαστη, έργο, κατά την παράδοση, του οσίου Λουκά, και φέρει την επιγραφή «Οδηγήτρια Επονομαζομένη εν τω όρει Βουλκάνω». Στη μνήμη της, στις 15 Αυγούστου, πολλοί προσκυνητές από όλη την Πελοπόννησο ανεβαίνουν στην κορυφή και αγρυπνούν προσευχόμενοι στη χάρη της.

Η ζωή των κατοίκων του Μαγγανιακού και των γύρω χωριών είναι στενά δεμένη με την Παναγία τη Βουλκανιώτισσα. Πολλοί, στις δύσκολες στιγμές τους, επικαλούνται την βοήθειά της, τάζοντάς της διάφορα πράγματα, όπως να της πάνε μια λαμπάδα μέχρι το μπόι τους, να ανέβουν στην κορυφή ξυπόλητοι, να ανέβουν στην κορυφή μπουσουλώντας και άλλα.

Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας έγινε πολλές φορές καταφύγιο των κλεφτών και των άλλων κυνηγημένων ραγιάδων, όπως το μαρτυρούν καθαρά και οι πιο κάτω στίχοι του δημοτικού τραγουδιού:
 
      Λύπη τό’ χουν τα βουνά λύπη τό’ χουν κ’ οι κάμποι
      κ’ ένα βουνό, ψηλό βουνό, ψηλό σαν του Βουρκάνου
      κ’ εκείνο λύπη το κρατεί και λύπη το βασταίνει
      πού’ χε τους κλέφτες τους πολλούς, τους Κολοκοτρωναίους.
      Ολημερίς επίνανε ψηλά στο μοναστήρι
      το βράδυ εβγαίναν στις κορφές, ψηλά στα κορφοβούνια.

Αλλά και στην επανάσταση της Κρήτης, το έτος 1866, η μονή Βουλκάνου προσέφερε αρκετή βοήθεια στις οικογένειες των κυνηγημένων Κρητικών που είχαν καταφθάσει στην Μεσσηνία, όπως ενδύματα, τρόφιμα και άλλα.

Τη μονή Βουλκάνου επισκέφθηκε, δύο φορές, ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας Όθωνας, την πρώτη το Σεπτέμβρη του 1833, και τη δεύτερη, μαζί με την Αμαλία, το Μάη του 1840 και έμεινε κατενθουσιασμένος από την ζεστή φιλοξενία των μοναχών και από το θαυμάσιο φυσικό τοπίο.