Γεωμετρική - Αρχαϊκή - Κλασική - Ελληνιστική Εποχή (1100 - 150 π.Χ.)


Η περιοχή Μαγγανιακού, στα χρόνια από το 1100 μέχρι το 150 π.Χ., όχι μόνο κατοικήθηκε, αλλά και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη ζωή, της πόλης-κράτους, της αρχαίας Ιθώμης. Αυτό συμπεραίνεται περισσότερο, πέρα από τα υπάρχοντα ίχνη διαφόρων μνημείων της εποχής εκείνης,  από το γεγονός ότι η περιοχή του Μαγγανιακού βρίσκεται μόλις πέντε χιλιόμετρα από το κέντρο της αρχαίας Ιθώμης και θα ήταν αδιανόητο μια θαυμάσια περιοχή με πλούσιες πηγές και εξαίρετο κλίμα, δίπλα από το κέντρο της πόλης, να έμεινε ακατοίκητη. Η παρουσία άλλωστε νερού στάθηκε ανέκαθεν ένας από τους κυριότερους παράγοντες που καθόριζαν την τοπογραφική θέση των οικισμών, εξαιτίας της ανάγκης που νιώθει ο άνθρωπος να έχει στη διάθεσή του, εύκολα, ένα στοιχείο τόσο ουσιαστικό για τη ζωή του.

Πιο κάτω, αναφέρω ότι η αρχαία Μεσσήνη στην ακμή της είχε περίπου 50.000 κατοίκους. Πρέπει να διευκρινιστεί, ότι αυτοί οι κάτοικοι δεν έμεναν όλοι εντός του περιορισμένου χώρου του σημερινού χωριού Μαυρομματίου, αλλά οι περισσότεροι εξ’ αυτών ζούσαν σε οικισμούς στις γύρω περιοχές, όπως στην περιοχή Μαγγανιακού με τις πολλές και αστείρευτες πηγές.

Την ύπαρξη ζωτικού οικισμού στην περιοχή Μαγγανιακού, στα χρόνια αυτά, τη βεβαιώνει έμμεσα και ο ιστορικός Παυσανίας, ο οποίος αναφερόμενος στα ποιήματα του Τυρταίου, μας λέει ότι την εικοστή χρονιά του δευτέρου πολέμου μεταξύ Μεσσηνίων και Σπαρτιατών, οι Μεσσήνιοι, παρά την ανδρεία τους και την υπεροχή τους στις περισσότερες μάχες, τελικά νικήθηκαν και τότε «τα εύφορα τους άφησαν χωράφια που βρίσκονταν γύρω και δυτικά της Ιθώμης και κατέφυγαν στις ψηλές βουνοκορφές της». Δηλαδή άφησαν τα εύφορα χωράφια τους που βρίσκονταν δυτικά, στην περιοχή Μαγγανιακού με τις πλούσιες πηγές, και έφυγαν για να γλιτώσουν από τη μανία των Σπαρτιατών.   

Οι Δωριείς κατέκτησαν τη Μεσσήνη (Μεσσηνία), από τα Νόμια μέχρι την Πυλία και ο πρώτος βασιλιάς τους Κρεσφόντης, για να ελέγχει καλύτερα το χώρο που επικρατούσαν περισσότερο οι υπόδουλοι αλλά πιο πολιτισμένοι Αχαιοί, χώρισε τη γη σε πέντε πόλεις-κρατίδια, χωρίς να εξοντώσει τους παλιούς κατοίκους. Η περιοχή του Μαγγανιακού υπαγόταν στο κρατίδιο του Στενύκλαρου (Μελιγαλά) και γειτόνευε με το κρατίδιο της Υαμείας (Μεσσήνη-Ανδρούσα). Μετά το θάνατο (δολοφονία) του Κρεσφόντη τα τέσσερα κρατίδια Πύλου, Υαμείας, Ρίου, Μεσόλας, πέτυχαν την αυτονομία τους και μόνο το κρατίδιο του Στενυκλάρου παρέμεινε υπό την καθαρή κυριαρχία των Δωριέων. Αυτό το κρατίδιο, βασικά, έγραψε την ιστορία της αρχαίας Ιθώμης, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, βοηθούμενο βέβαια και από τα άλλα τέσσερα κρατίδια.

Οι Μεσσήνιοι Δωριείς ήταν συγγενείς με τους Σπαρτιάτες Δωριείς. Οι πρώτοι βασιλιάδες τους ήταν αδέρφια, ενώ έζησαν περίπου 400 χρόνια σαν καλοί γείτονες. Από τον 8ο π.Χ. αιώνα όμως άρχισαν οι κατακτητικοί πόλεμοι των Σπαρτιατών εναντίον των Μεσσηνίων, με σκοπό την κατάκτηση των εύφορων πεδιάδων της Μεσσηνίας.

Αιτία των πολέμων ήταν, αναμφισβήτητα, οι εύφορες περιοχές της Μεσσηνίας. Οι Σπαρτιάτες όμως δικαιολογούμενοι, υποστήριζαν ότι η αφορμή ήταν ο βιασμός των παρθένων της Σπάρτης από τους νέους της Μεσσηνίας σε μία κοινή γιορτή στο ναό της Αρτέμιδος, στην Αλαγονία. Από την πλευρά τους οι Μεσσήνιοι υποστήριζαν ότι το επεισόδιο με τους Σπαρτιάτες, στη θρησκευτική γιορτή, ήταν τέχνασμα των Σπαρτιατών και ότι οι εμφανιζόμενες για κόρες των Σπαρτιατών, ήταν νεαροί μεταμφιεσμένοι και οπλισμένοι με εγχειρίδια, οι οποίοι όμως σκοτώθηκαν όλοι, μαζί με τον βασιλιά τους Τήλεκτο, κατά τη συμπλοκή, από τους Μεσσηνίους. Μία άλλη, δήθεν, αιτία για την έναρξη του πολέμου ήταν ότι ο Μεσσήνιος ολυμπιονίκης Πολυχάρης σκότωνε όποιο Σπαρτιάτη έπιανε στα χέρια του επειδή δε βρήκε το δίκιο του, στη Σπάρτη, για το θάνατο του γιου του από το Σπαρτιάτη Εύαφνο.

Οι συγκρούσεις άρχισαν στα μέσα του 8ου π.Χ. αιώνα, μετά την αιφνιδιαστική κατάληψη, από τους Σπαρτιάτες, της μεσσηνιακής πόλης Αμφείας, στην περιοχή της σημερινής Τσακώνας και κράτησαν πολλούς αιώνες, με τελικό αποτέλεσμα την οριστική κατάκτηση της Μεσσηνίας από τους Σπαρτιάτες. Οι συγκρούσεις αυτές, οι λεγόμενοι «μεσσηνιακοί πόλεμοι», χωρίζονται σε τέσσερις περιόδους.

Η πρώτη περίοδος ή «πρώτος μεσσηνιακός πόλεμος» (740-720 π.Χ.) ήταν η σύγκρουση μεταξύ Σπαρτιατών και Μεσσηνίων του κρατιδίου του Στενυκλάρου, δηλαδή των Μεσσηνίων που κατοικούσαν από την περιοχή Μαγγανιακού μέχρι και την πεδιάδα του Ζευγολατιού. Είκοσι χρόνια αγωνίστηκαν γενναία οι Μεσσήνιοι, έξω και μέσα από τα τείχη της Ιθώμης, με βασιλιάδες τους τον Ευφαή και τον Αριστόδημο, τελικά όμως δεν μπόρεσαν να διασώσουν την ελευθερία τους και παρά τη δωρική τους ανδρεία υποτάχτηκαν στους Σπαρτιάτες πληρώνοντας για αντίτιμο το μισό της παραγωγής τους. Τους Ιθωμίτες μαχητές ο Τυρταίος τους παρουσιάζει στα ποιήματά του σαν «πατέρες των πατέρων των ανδρείων μαχητών». Μετά την υποταγή, πολλοί Μεσσήνιοι έφυγαν και πήγαν στο Άργος, στη Σικυώνα, σε φιλικές αρκαδικές πόλεις και στο Ρήγιο της Κάτω Ιταλίας. Όσοι έμειναν, πλήρωναν το δυσβάσταχτο φορολογικό φορτίο τους, «ώσπερ όνοι», κατά τον Τυρταίο.

Από τον πρώτο μεσσηνιακό πόλεμο αξίζει να σημειώσουμε ιδιαίτερα την ηρωική και μαζί τραγική μορφή του βασιλιά Αριστόδημου, του οποίου η φιλοπατρία, η ανδρεία και ο ηρωισμός, έγιναν σύμβολα και ενέπνευσαν τους Μεσσήνιους και όχι μόνο σε όλη την πορεία των πατριωτικών τους αγώνων. Τον ένδοξο βασιλιά Ευφαή των Μεσσηνίων, μετά τον ηρωικό θάνατό του, τον διαδέχτηκε ο Αριστόδημος με τον εξής τραγικό τρόπο: Ο Ευφαής, προτού σκοτωθεί, είχε ζητήσει χρησμό από τους Δελφούς, ο οποίος και έλεγε «μια αγνή παρθένα να θυσιασθεί στους θεούς από τους απογόνους του Αιπύτου για να σωθεί η Ιθώμη». Ο κλήρος έπεσε στην κόρη του Λυκίσκου, ο οποίος όμως παίρνοντας μαζί του την κόρη του αυτομόλησε στη Σπάρτη.

Οι Μεσσήνιοι απελπίστηκαν από την απόδραση του Λυκίσκου και άλλος κανείς δεν προσφερόταν να θυσιάσει την κόρη του. Ο Αριστόδημος, που ξεχώριζε για την ανδρεία του και άνηκε στη γενιά των Αιπυτιδών (ευγενών), πρόσφερε την κόρη του Αριστονίκη να θυσιαστεί για τη σωτηρία της πατρίδας του. Όμως στην απόφαση του αυτή εναντιώθηκε ο μνηστήρας της κόρης του Γλαύκος, ισχυριζόμενος ότι αφού ο Αριστόδημος είχε μνηστεύσει την κόρη του, δεν είχε πια δικαίωμα να αποφασίζει για την τύχη της. Βλέποντας, όμως, ότι ο ισχυρισμός του αυτός δεν έφερνε αποτέλεσμα, κατέφυγε σε «λόγο αναίσχυντο», είπε δηλαδή ότι είχε συνευρεθεί με την κόρη η οποία και είχε μείνει έγκυος. Ο Αριστόδημος, αγανακτισμένος για όσα είπε ο μνηστήρας της κόρης του και για να αποδείξει την αγνότητά της, τη σκότωσε ενώπιον του λαού και ανατέμνοντάς την, απέδειξε ότι ήταν αγνή.

Τον νεαρό μνηστήρα ζήτησαν να τον σκοτώσουν οι Μεσσήνιοι, όμως μεσολάβησε ο βασιλιάς Ευφαής που ήταν φίλος του, ο οποίος τους υπενθύμισε ότι ο νεαρός Γλαύκος με κίνδυνο τη ζωή του είχε σώσει σε μια μάχη από βέβαιο θάνατο τη ζωή του Αριστόδημου και τους έπεισε ότι όσα είπε ο Γλαύκος τα είπε από μεγάλη αγάπη για να σώσει την αγαπημένη του και ότι ακόμα με τη θυσία της Αριστονίκης είχε εκπληρωθεί πλέον ο χρησμός. Έτσι ο νεαρός Γλαύκος, του οποίου η καταγωγή ήταν από την περιοχή μας, δεν καταδικάστηκε και η διαδικασία του χρησμού έληξε. Την έκτη χρονιά μετά τη θυσία της κόρης του Αριστόδημου, σε μία μάχη με τους Σπαρτιάτες, ο Ευφαής τραυματίστηκε βαριά και σε λίγες ημέρες πέθανε. Οι Μεσσήνιοι, που δεν είχαν ξεχάσει τη φιλοπατρία και την προσφορά του Αριστόδημου, τον έκαναν βασιλιά τους, και αυτός τους οδήγησε σε πολλές νίκες κατά των Σπαρτιατών.

Όμως, η μοίρα της Ιθώμης και περισσότερο του Αριστόδημου δεν ήταν ευοίωνη. Οι Σπαρτιάτες, περισσότεροι και καλύτερα οπλισμένοι, πίεζαν συνεχώς την Ιθώμη, ενώ ο Αριστόδημος με κάθε τρόπο και μέσο προσπαθούσε να εμψυχώσει τους συμπατριώτες του. Αλλά και οι οιωνοί έδειχναν ότι κάποιο μεγάλο κακό περίμενε τους Μεσσήνιους. Όταν έκαναν θυσία στον Ιθωμάτα Δία, τα κριάρια ρίχτηκαν μόνα τους, ορμητικά,  κατά του βωμού και σκοτώθηκαν. Κάθε νύχτα τα σκυλιά μαζεύονταν στο ίδιο μέρος και ούρλιαζαν σαν λύκοι. Τέλος, ο Αριστόδημος είδε στο όνειρό του να φοράει τα όπλα του έτοιμος για μάχη ενώ παρουσιάστηκε η κόρη του, η οποία του έδειξε το στήθος και την κοιλιά της σχισμένη, του αφαίρεσε τα όπλα και του φόρεσε χρυσό στεφάνι και λευκά ενδύματα.

Ο Αριστόδημος πίστεψε ότι όλα αυτά τα σημάδια προέλεγαν το τέλος, το δικό του και της Ιθώμης. Αναλογίστηκε πως ανώφελα σκότωσε την κόρη του και ότι δεν έμενε πια ελπίδα να σωθεί η πατρίδα του. Τότε, πήγε πάνω στον τάφο της κόρης του και με το ίδιο το ξίφος που την είχε σκοτώσει, έσφαξε τον εαυτό του. Το ίδιο, περίπου, μας λέει και ο Πλούταρχος για το τέλος του Αριστόδημου. Αναφέρει ότι ο Αριστόδημος σαν έμπειρος πολεμιστής που ήταν, μετά από όλα τα σημάδια, έχασε όλες τις ελπίδες του και αυτοκτόνησε. Οι Μεσσήνιοι μετά το θάνατο του Αριστόδημου έκαναν στρατηγό, με απεριόριστη εξουσία, τον Δάμι, από την περιοχή μας, ο οποίος με τόλμη και ανδρεία οδήγησε τους Μεσσηνίους σε πολλές νίκες κατά των Σπαρτιατών. Τελικά, σκοτώθηκε και αυτός στη μάχη και η Ιθώμη έπεσε στα χέρια των Σπαρτιατών και έτσι, με αυτό το τραγικό τέλος, έληξε ο πρώτος μεσσηνιακός πόλεμος.

Ο δεύτερος μεσσηνιακός πόλεμος (640-610 π.Χ.) κράτησε τριάντα χρόνια και σε αυτόν έλαβαν μέρος (επαναστάτησαν κατά των Σπαρτιατών) όλα μαζί τα κρατίδια των Μεσσηνίων. Παρά την ανδρεία των Μεσσηνίων και στον πόλεμο αυτό, τελικά, οι Μεσσήνιοι υπέκυψαν στους Σπαρτιάτες και για να αποφύγουν την σκλαβιά πολλοί έφυγαν και εγκαταστάθηκαν στην Κάτω Ιταλία.


Ο τρίτος μεσσηνιακός πόλεμος (500-489 π.Χ.) είναι η δεύτερη επανάσταση των απελπισμένων Μεσσηνίων κατά των Σπαρτιατών και σε όλες τις συγκρούσεις της εποχής αυτής δεσπόζει η ηρωική μορφή του βασιλιά τους Αριστομένη. Επίκεντρο των συγκρούσεων στον πόλεμο αυτό ήταν περισσότερο ο χώρος γύρω από το νέο φρούριο της Είρας, κοντά στο σημερινό χωριό Κακαλέτρι της Άνω Μεσσηνίας. Οι Μεσσήνιοι πολέμησαν όπως πάντα γενναία, όμως οι πολυπληθέστεροι και καλύτερα εξοπλισμένοι Σπαρτιάτες κατάφεραν τελικά και αυτή τη φορά να υποτάξουν τους Μεσσήνιους.

Μετά την καταστροφή της Είρας, πολλοί από τους Μεσσήνιους, με αρχηγό τους το γιο του Αριστομένη Γόργο, κατέφυγαν στην Κάτω Ιταλία και εγκαταστάθηκαν στην πόλη Ζάγκλη, την οποία μετονόμασαν σε «Μεσσήνη» για να τους θυμίζει τη χαμένη τους πατρίδα. Ο Αριστομένης αρνήθηκε να φύγει από τα βουνά της Μεσσηνίας και ορκίστηκε ότι, όσο ζούσε, θα πολεμούσε τους Σπαρτιάτες. Όμως σε λίγο καιρό αρρώστησε και αναγκάσθηκε και αυτός να καταφύγει στη Ρόδο, στην κόρη του, γυναίκα του βασιλιά Δαμάγητου και γιαγιά του περίφημου πολυολυμπιονίκη Διαγόρα, πατέρα της Καλλιπάτειρας που την εξύμνησε ο Μαβίλης με το γνωστό ποίημά του. 


Η Καλλιπάτειρα, επειδή στους Ολυμπιακούς Αγώνες απαγορευόταν η είσοδος στις γυναίκες, και για να θαυμάσει τον αγωνιζόμενο ανιψιό της Ευκλή, μεταμφιέστηκε σε γυμναστή και μπήκε στο Στάδιο. Όταν ο Ευκλής νίκησε, η Καλλιπάτειρα έξαλλη από χαρά, πήδησε τα φράγματα του στίβου και αγκάλιασε τον Ευκλή. Από τις παράφορες όμως κινήσεις της έπεσε ο αντρικός χιτώνας της και φάνηκε το γυμνό γυναικείο στήθος της. Αμέσως την συνέλαβαν και οι Ελλανοδίκες, με συνοπτική διαδικασία, την πέρασαν από δίκη. Την απολογία της στη δίκη αυτή εξυμνεί και εξιστορεί ο Μαβίλης:

         «Αρχόντισσα Ροδίτισσα, πως μπήκες;
         Γυναίκες διώχνει μιά συνήθεια αρχαία δώθε
         Έχω εν’ ανίψι, τον Ευκλέα,
         τρία αδέρφια, γιο, πατέρα Ολυμπιονίκες
         να μ’ αφήσετε πρέπει, Ελλανοδίκες,
         κι εγώ να καμαρώσω μες στα ωραία
         κορμιά, που για τ’ αγρίλι του Ηρακλέα
         παλεύουν, θαυμαστές ψυχές αντρίκειες.
         Με τις άλλες γυναίκες δεν είμαι όμοια.
         Στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζη
         με της ανδρειάς τ’ αμάραντα προνόμια
         με μάλαμα γραμμένο το δοξάζει
         σ' αστραφτερό κατεβατό μαρμάρου
         ύμνος χρυσός τ’ αθάνατου Πινδάρου»

                                       (Νοέμβριος 1895)

Πράγματι, ο αρχαίος λυρικός ποιητής Πίνδαρος είχε γράψει ποίημα για τον Διαγόρα, που κατά την τότε συνήθεια, ορισμένα γράμματα του ποιήματος οι τεχνίτες τα είχαν χρυσώσει.

Ο Αριστομένης τελικά πέθανε στη Ρόδο όπου είχε καταφύγει άρρωστος, όπως αναφέραμε, στο σπίτι του γαμπρού του, βασιλιά Δαμάγητου. Όμως ο Παυσανίας μας αναφέρει ότι οι Αρχαίοι Μεσσήνιοι τιμούσαν τον Αριστομένη και πάνω στον τάφο του προσέφεραν ως θυσία κάθε χρόνο έναν άγριο ταύρο, ο οποίος, όσο περισσότερο αγρίευε κατά την ώρα της τελετής τόσο ευνοϊκότερο σημάδι ήταν για τους κατοίκους της αρχαίας Μεσσήνης. Σε ερώτηση του Παυσανία, αν ο τάφος ήταν απλό κενοτάφιο, οι Μεσσήνιοι απάντησαν ότι ήταν μέσα τα οστά του Αριστομένη, τα οποία είχαν μεταφέρει από τη Ρόδο κατόπιν προσταγής του θεού Απόλλωνα. Ο τάφος του Αριστομένη βρισκόταν στα χρόνια του Παυσανία, κάπου κοντά στο χώρο του γυμναστηρίου και δεν έχει καμία σχέση με το κενοτάφιο που βρίσκεται σήμερα, δυστυχώς έκθετο, στη βόρεια πλευρά της αρκαδικής πύλης. Το κενοτάφιο αυτό, δεν είναι ο τάφος του Αριστομένη όπως πολλοί πιστεύουν, αλλά ένα απλό κενοτάφιο κάποιας άγνωστης Ιθωμίτισας κόρης.

Τα κατορθώματα του Αριστομένη κατά τον τρίτο μεσσηνιακό πόλεμο είναι πολλά και σημαντικά, και ο ίδιος έμεινε θρύλος στη μνήμη των Μεσσηνίων μέχρι και τα σημερινά χρόνια. Θα σημειώσουμε δύο επεισόδια (περιστατικά), από τα οποία διαφαίνεται η γενναιότητα και η γενναιοψυχία του Αριστομένη, καθώς και η εξυπνάδα και η γενναιότητα των απλών ανθρώπων της εποχής εκείνης.

Το πρώτο περιστατικό έχει ως εξής: Κατά την διάρκεια της κοινής γιορτής των Μεσσηνίων και Σπαρτιατών, τα Υακίνθια, οι εμπόλεμοι διέκοψαν τις εχθροπραξίες και περιφέρονταν στη Μεσσηνία ανενόχλητοι. Ο Αριστομένης, κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας, έκανε μόνος του διάφορες επισκέψεις στα χωριά και εμψύχωνε τους συμπατριώτες του. Επτά στρατιώτες Κρητικοί, σύμμαχοι των Σπαρτιατών, όταν αντελήφθησαν τον Αριστομένη, με δόλιο τρόπο και παρά την ανακωχή, τον έπιασαν και θέλησαν να τον παραδώσουν, δέσμιο, στους Σπαρτιάτες. Για να περάσουν τη νύχτα τους οι πέντε από αυτούς με τον Αριστομένη δέσμιο κατέφυγαν στο σπίτι μιας χήρας, κάπου στην περιοχή μας. Κατά τον Παυσανία, η χήρα είχε μια κόρη, η οποία όταν αντάμωσε τη ματιά της με τον Αριστομένη, αμέσως κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Μάνα και κόρη, με διάφορες γαλιφιές, πρόσφεραν φαγητό (χοιρινό παστό) με μπόλικο κρασί στους Κρητικούς και όταν αυτοί μέθυσαν, έκοψαν με μαχαίρι τα λουριά και ελευθέρωσαν τον Αριστομένη. Ο Αριστομένης σκότωσε τους στρατιώτες και για να τιμήσει την κόρη που τον έσωσε την έκανε νύφη του. Την πήρε, γυναίκα του, ο γιος του ο Γόργος, αυτός που οδήγησε τους Μεσσηνίους μετά την κατάληψη της Είρας από τους Σπαρτιάτες στην Κάτω Ιταλία.

Το δεύτερο περιστατικό έχει ως εξής: Όταν οι Αρκάδες, που ήταν πάντοτε σύμμαχοι και φίλοι των Μεσσηνίων, πληροφορήθηκαν την κατάληψη του φρουρίου της Είρας από τους Σπαρτιάτες και τη μεγάλη συμφορά των Μεσσηνίων ζήτησαν αμέσως από το βασιλιά τους Αριστοκράτη να τους οδηγήσει για να σώσουν τους Μεσσηνίους. Ο Αριστοκράτης, όμως, ο οποίος είχε δωροδοκηθεί από το φίλο του, βασιλιά των Σπαρτιατών Ανάξανδρο, δεν ήθελε να τους οδηγήσει, με τη δικαιολογία ότι πλέον ήταν αργά για κάτι τέτοιο. Οι περισσότεροι από τους Μεσσήνιους που σώθηκαν από την καταστροφή, με αρχηγό τους τον γιο του Αριστομένη Γόργο, έφυγαν για την Σικελία. Μέρος όμως αυτών, με τον Αριστομένη, έφθασαν στην Αρκαδία και έγιναν δεκτοί με μεγάλη καλοσύνη από τους Αρκάδες. Ο Αριστομένης, για να εκδικηθεί τους Σπαρτιάτες, αποφάσισε, με 500 Μεσσήνιους και 300 εθελοντές Αρκάδες, να κάνει έφοδο αυτοκτονίας και να καταστρέψει τη Σπάρτη. Ο Αριστοκράτης, όμως, έστειλε αμέσως ένα έμπιστο δούλο του στη Σπάρτη για να πληροφορήσει σχετικά τον Ανάξανδρο. Οι Αρκάδες, οι οποίοι είχαν κάποια υποψία για το βασιλιά τους, έστησαν καρτέρι και έπιασαν το δούλο, ο οποίος ομολόγησε ενώπιον του Δήμου την προδοσία του βασιλιά τους. Οι Αρκάδες καταδίκασαν σε θάνατο με λιθοβολισμό τον Αριστοκράτη και όταν τον λιθοβολούσαν παρακίνησαν τον Αριστομένη και τους Μεσσήνιους να πράξουν και αυτοί το ίδιο.  Ο Αριστομένης, όμως, δεν άφησε τους Μεσσήνιους να λιθοβολήσουν, έριξε τα μάτια του στο έδαφος και αφού δάκρυσε είπε, «ποτέ Μεσσήνιος δε θα σηκώσει χέρι κατά Αρκάδα».

Η ανδρεία και η γενναιότητα του Αριστομένη ήταν γνωστή σε όλη την Ελλάδα. Όταν ο βασιλιάς της Ρόδου, Δαμάγητος, πήγε στους Δελφούς να ζητήσει χρησμό για το ποια έπρεπε να πάρει σύζυγο, η Πυθία του απάντησε: «την κόρη του γενναιότερου των Ελλήνων». Ο Δαμάγητος, χωρίς κανένα δισταγμό, ζήτησε και πήρε σύζυγό του την κόρη του Αριστομένη, αφού αυτός είχε τότε τη φήμη του πιο γενναίου Έλληνα. Ο Νικόλαος Πολίτης στο έργο του «Παραδόσεις του ελληνικού Λαού» αναφέρει μερικά από όσα ο μεσσηνιακός λαός διατήρησε ή έπλασε για να φτιάξει τον θρύλο του αντρειωμένου βασιλιά Αριστομένη. Εκτός των άλλων, αναφέρει και την πατημασιά του αλόγου που βρίσκεται στην πέτρα της αρκαδικής πύλης, στα τείχη της Ιθώμης. Η παράδοση λέει πως όταν ο Αριστομένης, καβάλα στο άλογό του, κυνηγούσε τους Σπαρτιάτες, ήταν τόση η ορμή του που το πέταλο του αλόγου του βούλιαξε στην πέτρα. Ακόμα, κοντά στο χωριό Διαβολίτσι, βρίσκεται μια πελώρια πέτρα που πάνω της είναι σκαμμένη μια πατούσα ανθρώπου-γίγαντα. Η παράδοση και πάλι, θέλει να είναι το αχνάρι του ανδρειωμένου, μυθικού ήρωα Αριστομένη, τον οποίον οι κάτοικοι της περιοχής θεωρούν κάτι σαν τον Ηρακλή ή τον Θησέα, καθώς ποιος άλλος θα μπορούσε, αλήθεια, να έχει αφήσει τόσο φανερό σημάδι της ανδρείας του;

Αρκαδική Πύλη, Ιθώμη

Ο τέταρτος μεσσηνιακός πόλεμος (464-460 π.Χ.) δε στάθηκε περισσότερο τυχερός για τους Μεσσήνιους. Το 464 π.Χ. έγινε τρομερός σεισμός στην Σπάρτη και οι είλωτες της Λακωνίας, εκμεταλλευόμενοι τη γενική σύγχυση, κατέφυγαν στη Μεσσηνία, όπου από κοινού με τους είλωτες της Μεσσηνίας ξεσηκώθηκαν κατά των Σπαρτιατών. Ο τετράχρονος αυτός αντιστασιακός αγώνας έγινε γύρω από την Ιθώμη, με πολλές συγκρούσεις στα υψώματα της περιοχής μας. Όμως και αυτήν τη φορά οι επαναστάτες δεν μπόρεσαν να απομακρύνουν τους Σπαρτιάτες από τη Μεσσηνία, τελικά λύγισαν και αναγκάσθηκαν να φύγουν για τη Ναύπακτο, όπου με τη βοήθεια των Αθηναίων, έμειναν μέχρι το 400 π.Χ.

Η Μεσσηνία έμεινε σκλαβωμένη στους Σπαρτιάτες μέχρι το 371 π.Χ. Τη χρονιά αυτή, ο Θηβαίος Στρατηγός Επαμεινώνδας νίκησε στα Λεύκτρα της Βοιωτίας τους Σπαρτιάτες και για να περιορίσει οριστικά την επιρροή της Σπάρτης αποφάσισε, με σύμφωνη γνώμη και των Αρκάδων, την ανασύσταση του Μεσσηνιακού κράτους. Στο κάλεσμα του Επαμεινώνδα για την ανοικοδόμηση και κατοίκηση του νέου κράτους ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό όλοι οι Μεσσήνιοι της διασποράς, όπως της Λιβύης που είχαν εγκατασταθεί εκεί από το 404 π.Χ. με αρχηγό τους τον Κόμωνα, της Κάτω Ιταλίας και βέβαια οι Μεσσήνιοι των διαφόρων περιοχών της Ελλάδας που είχαν εγκατασταθεί εκεί κυνηγημένοι από τους Σπαρτιάτες.

Με την προστασία των Θηβαίων και τη βοήθεια των Αρκάδων και Ηλείων, σε σύντομο χρόνο, οι Μεσσήνιοι αναστήλωσαν τα τείχη της Ιθώμης και έχτισαν τη νέα Πόλη (Μεσσήνη), στο χώρο που σήμερα οι συνεχιζόμενες ανασκαφές φέρνουν στο φως τα κατεστραμμένα αλλά θαυμάσια κτίσματά της (μνημεία). Την πόλη την στόλισαν με πολλά δημόσια κτίρια και άλλα μνημεία, όπως τα είδε και τα περιέγραψε θαυμάσια ο περιηγητής και ιστορικός Παυσανίας όταν επισκέφθηκε την Ιθώμη το 160 μ.Χ.


Στα εγκαίνια της αναστήλωσης και ανοικοδόμησης της Μεσσήνης κατέφθασαν πολλοί κάτοικοι της Ηλείας και της Αρκαδίας, με τα σφαχτά τους και άλλα τρόφιμα και κρασιά και αφού κατασκήνωσαν δυτικά της Ιθώμης, στην περιοχή μεταξύ Ιθώμης και Μαγγανιακού, με τραγούδια, χορούς και αθλητικούς και μουσικούς αγώνες, γιόρτασαν το γεγονός επί δύο και πλέον μήνες. Οι Μεσσήνιοι αναζήτησαν και βρήκαν στην πλαγιά του βουνού της Ιθώμης, κάτω από μία Σμηλιά, τη φυλαγμένη (κρυμμένη) από τον Αριστομένη ιερά (ιερά και μυστήρια) παρακαταθήκη, η οποία απετέλεσε την ηθική στήριξη του νεοσύστατου κράτους, καθώς οι αρχαίοι Ιθωμίτες ήταν θρησκευόμενος λαός. Για να έχει η Ιθώμη διέξοδο προς τη θάλασσα μέσω Κυπαρισσίας ο Επαμεινώνδας κατασκεύασε σπουδαίο για τον καιρό του αμαξιτόδρομο, ο οποίος ξεκινούσε από την Ιθώμη, και μέσω περιοχής Μαγγανιακού-Τρικόρφου-Κορομηλιάς κατέληγε στην Κυπαρισσία, η οποία έγινε την εποχή εκείνη το σπουδαιότερο λιμάνι της Πελοποννήσου.

Οι Σπαρτιάτες, βέβαια, δεν αναγνώρισαν την ελεύθερη Μεσσήνη και καραδοκούσαν ώστε να βρουν κατάλληλη ευκαιρία για να την κατακτήσουν και πάλι. Το 338 π.Χ. όμως, στην μάχη της Χαιρώνιας, υπερίσχυσε ο Φίλιππος ο Β', ο πατέρας του Μ. Αλεξάνδρου, σύμμαχος των Μεσσηνίων, ο οποίος όχι μόνο εξασφάλισε την ύπαρξη του μεσσηνιακού κράτους έκτοτε αλλά καθόρισε ευνοϊκά και τα σύνορά του έναντι της Σπάρτης. Όμως το 214 μ.Χ. ο Φίλιππος ο Ε' βασιλιάς της Μακεδονίας, καίτοι σύμμαχος των Μεσσηνίων, θέλησε να καταλάβει το ισχυρό φρούριο της Ιθώμης γιατί πίστευε πως αν έπαιρνε τα δύο ισχυρά φρούρια της εποχής εκείνης, την Ιθώμη και τον Ακροκόρινθο, θα γινόταν κύριος της Πελοποννήσου. Έτσι, έστειλε το στρατηγό του Δημήτριο τον Φάριο, με ισχυρό στρατό, ο οποίος και κατέφθασε με πλοία στον μεσσηνιακό κόλπο. Για να μη γίνει αντιληπτός από τους Μεσσήνιους αποβιβάστηκε νύχτα από τα πλοία και αφού προχώρησε και έφθασε στην περιοχή Μαγγανιακού, δυτικά του βουνού Ψωριάρη, εισέβαλε στην Ιθώμη από την δυτική πλευρά. Η μάχη ήταν σκληρή, οι Μεσσήνιοι, άντρες και γυναίκες, αντιστάθηκαν γενναία, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο Δημήτριος και πολλοί Μακεδόνες. Όσοι δε επέζησαν, αναχώρησαν αμέσως για την Μακεδονία. Οι Μακεδόνες, αμέσως, ζήτησαν συγνώμη από τους Μεσσήνιους για την δόλια αυτή πράξη τους και έκτοτε έμειναν πιστοί σύμμαχοι και φίλοι των Μεσσηνίων.

Κατά τον Παυσανία η Μεσσήνη παρέμεινε η πιο ανθηρή πόλη της Πελοποννήσου μέχρι το 395 μ.Χ., όταν ο τρομερός Γότθος Αλάριχος, με τους Γερμανούς στρατιώτες του, κατέστρεψε και κατέκλεψε την Ιθώμη και τη γύρω της περιοχή. Η Ιθώμη, έκτοτε, δε μπόρεσε να βρει την παλιά της αίγλη και να κάνει δυναμική την παρουσία της στην Ιστορία. Οι Μεσσήνιοι ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό γύρω στο 400 μ.Χ. και το 451 μ.Χ., στη σύνοδο της Χαλκηδόνας, εξελέγη ο πρώτος επίσκοπος Ιθώμης.

Όταν ελευθερώθηκε η Ελλάδα από τους Τούρκους, αμέσως, ξεκίνησαν ανασκαφές και έφεραν στο φως την παλιά πόλη. Οι πρώτες ανασκαφές έγιναν από την Γαλλική αποστολή το 1829, χωρίς σημαντικό αποτέλεσμα. Το έτος 1895, η Αρχαιολογική Εταιρεία Αθηνών, δια του τότε εφόρου αρχαιοτήτων και μετέπειτα πολιτευτή Σάμου Θεμιστοκλή Σοφούλη, έκανε νέες ανασκαφές, οι οποίες έφεραν στο φως μέρος του λεγόμενου «Συνεδρίου», χωρίς και αυτές να αποκαλύψουν τίποτα το σημαντικό. Τα έτη 1909 και 1925 έγιναν νέες, πιο συστηματικές ανασκαφές, από την Αρχαιολογική Εταιρεία Αθηνών υπό τον εξαίρετο αρχαιολόγο Γιώργο Οικονόμου, Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών, οι οποίες και έφεραν στο φως σημαντικά ευρήματα.


Οι ανασκαφές συνεχίζονται και σήμερα, περισσότερο συστηματικά, από τον καθηγητή Πανεπιστημίου Κρήτης, Πέτρο Θέμελη, και φέρνουν στο φως σπουδαία ευρήματα. Συνοπτικά, μερικά από τα ευρήματα που ήρθαν στο φως από τις αλλεπάλληλες ανασκαφές, είναι τα εξής:

α). Το Στάδιο-Γυμνάσιο, ο χώρος δηλαδή που ετελούντο οι διάφοροι αθλητικοί αγώνες, όπως οι γυμνικοί αγώνες των εφήβων, οι αγώνες προς τιμή του Ιθωμάτα Δία και άλλοι (σε καλή κατάσταση βρέθηκε το πέταλο του στίβου που η πλάτη του βλέπει προς το Ασκληπιείο). Περιλαμβάνει 15 κερκίδες με 19 σειρές εδωλίων που διαχωρίζονται από κλιμακοστάσια.


β). Η Αγορά. Στην αρχαία εποχή αγορά λεγόταν η συνέλευση του λαού (ή εκκλησία του δήμου), όταν συνερχόταν για να ακούσουν όλοι τις αποφάσεις των ηγεμόνων, χωρίς συζήτηση και ψήφο. Αργότερα, στα δημοκρατικά πολιτεύματα, η εκκλησία του λαού συζητούσε τις αποφάσεις και τις ενέκρινε ή τις απέρριπτε. Σήμερα, με τον όρο αγορά εννοούμε όλον τον χώρο στον οποίο βρίσκονται τα δημόσια κτίρια. Στο χώρο της αγοράς βρέθηκαν:

1. Το Θέατρο, τα μέρη του οποίου είναι όμοια με εκείνα του θεάτρου της Επιδαύρου, με τις κερκίδες, τα διαζώματα, το χώρο για τους χορευτές (ορχήστρα) κ.λ.π. Οι διαστάσεις του κοίλου των κερκίδων ήταν 90x90 μ. αρκετές για να εξυπηρετούν τους περίπου 50.000 κατοίκους που είχε η αρχαία Μεσσηνία στην ακμή της. Στο χώρο του θεάτρου βρέθηκαν πολλά οστά ζώων, τα οποία, προφανώς χρησιμοποιούσαν στις διάφορες θυσίες. Τα οστά ανήκαν σε βόδια, πρόβατα, κατσίκια, ελάφια και άλλα ζώα, εκτός από άλογα, τα οποία οι Μεσσήνιοι σέβονταν και χρησιμοποιούσαν μόνο στους πολέμους ή στους ιππικούς αγώνες. Από την παλιά αυτή συνήθεια, του σεβασμού των αλόγων, πηγάζει προφανώς και η νεοελληνική συνήθεια να μη χρησιμοποιούμε για τροφή μας το κρέας του αλόγου.


2. Το Συνέδριο, δηλαδή με τη σημερινή έννοια το Βουλευτήριο, όπου συγκεντρώνονταν  οι  αντιπρόσωποι όλων των Μεσσηνίων. Το όλο κτίριο αποτελείται από τρία διαμερίσματα, από τα οποία σε καλύτερη κατάσταση βρίσκεται ο καθ' εαυτός χώρος του βουλευτηρίου. Βόρεια του βουλευτηρίου υπάρχουν τα ερείπια του Ωδείου, χώρου πολιτικών, πνευματικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων.

3. Το Σεβαστείο. Ο χώρος αυτός είχε αφιερωθεί από το 14 μ.Χ. στη λατρεία του Ασκληπιού, προς τιμήν των Ρωμαίων αυτοκρατόρων (των Σεβαστών ή Αυγούστων) και κυρίως του Τιβέριου, φίλου των Μεσσηνίων (Επέστρεψε στη Μεσσηνία, από τους Σπαρτιάτες, την πόλη των Φαρών και την πόλη της Θουρίας).

4. Το Κριναίο, δηλαδή το οικοδόμημα της κρήνης της Αρσινόης, κόρης του βασιλιά Λεύκιππου και μητέρας του Ασκληπιού, πολιούχου της αρχαίας Μεσσήνης. Την κρήνη τροφοδοτούσε με νερό, μέσω υπογείου αγωγού, η σημερινή πηγή του χωριού Μαυρομματίου και με διάφορες διακλαδώσεις υδρευόταν όλος ο χώρος της αγοράς.

5. Το Ασκληπιείο, το οποίο πήρε την ονομασία του από το θεό της ιατρικής, Ασκληπιό, ο οποίος λατρευόταν στη Μεσσήνη ως θεοποιημένος ηγεμόνας. Το Ασκληπιείο είναι ολόκληρο συγκρότημα από ναούς και άλλα δημόσια κτίρια, τα οποία βρίσκονταν, όλα, υπό τη θεϊκή προστασία του Ασκληπιού. Δεσπόζουσα θέση, στο κέντρο, κατέχει δωρικός ναός, η αυλή του οποίου ήταν στρωμένη με λατύπη. Κατά τον Παυσανία, στο χώρο της αγοράς υπήρχαν ακόμα: άγαλμα του Διός Σωτήρος, ιερά κτίσματα του Ποσειδώνα και της Αφροδίτης και σπουδαίο άγαλμα  από   μάρμαρο της Πάρου της «Μητρός των Θεών», φιλοτεχνημένο από τον ξακουστό Μεσσήνιο τεχνίτη Δαμνοφώντα.

6. Το ιερό της Δήμητρος και των Διοσκούρων, αδελφών της Ωραίας Ελένης.


7. Το Δημόσιο Λουτρό (Βαλανείο), νότια του Ασκληπιείου.

8. Δύο συνεχόμενες αίθουσες ανατολικά του Ασκληπιείου, πιθανώς αίθουσες της βιβλιοθήκης.

Με τη σύντομη και συνοπτική αυτή περιγραφή δεν ήταν δυνατόν, βέβαια, να απαριθμήσουμε όλα τα ευρήματα του χώρου της αρχαίας Ιθώμης, τα οποία μαζί με το σωζόμενο ως σήμερα, σε καλή σχεδόν κατάσταση, μέρος του τείχους της αρχαίας πόλης με τους θαυμαστούς πύργους οχυρώσεων αναδεικνύουν το χώρο της αρχαίας Μεσσήνης ως δεύτερο, μετά την Ολυμπία, σε σημασία αρχαίο ελληνικό χώρο. Κατά τον καθηγητή Π. Θέμελη «η Μεσσήνη αναδεικνύεται σε μια από τις σημαντικότερες σε μέγεθος, μορφή και διατήρηση, πόλεις τις αρχαιότητας, που έχει ακόμη πολλά να προσφέρει. Διαθέτει, εκτός των άλλων, το σημαντικό προσόν να μην έχει καταστραφεί ή καταληφθεί από νεώτερους οικισμούς και να βρίσκεται σε ένα κατ’ εξοχήν μεσογειακό «ελληνικό» φυσικό περιβάλλον. Συνδυάζει την ορεινή μεγαλοπρέπεια των Δελφών και τη χαμηλή παραποτάμια γαλήνη της Ολυμπίας. Δε διαθέτει μόνο ιερά και δημόσια οικοδομήματα, αλλά και οχυρώσεις επιβλητικές και κατοικίες και ταφικά μνημεία» (εφημερίδα  Καθημερινή,  28/01/1996).