Αρβανίτες στη Μεσσηνία


Οι Παλαιολόγοι του Μυστρά, το 1405, για να αυξήσουν το ντόπιο πληθυσμό που είχε αραιώσει από τους πολέμους και τις επιδημίες, μετέφεραν στην Πελοπόννησο αλβανόφωνο πληθυσμό και τον εγκατέστησαν στα ορεινά κυρίως μέρη. Το αλβανόφωνο αυτό στοιχείο, οι Παλαιολόγοι το ήθελαν περισσότερο για στρατιώτες στον αγώνα τους κατά των Φράγκων και των Τούρκων, αφού οι Αλβανοί ήταν καλοί πολεμιστές και ομόθρησκοι (χριστιανοί ορθόδοξοι) των Ελλήνων.

Στο τουρκικό κατάστιχο τιμαρίων (απογραφή) έτους 1461-1463 η Πελοπόννησος εμφανίζεται να έχει ισάριθμα ελληνικά με αλβανικά χωριά, με τη διαφορά ότι τα ελληνικά χωριά είχαν περισσότερες οικογένειες από τα αλβανικά χωριά. Οι Έλληνες ζούσαν κυρίως σε κωμοπόλεις, σε απλά λιθόχτιστα σπίτια με κεραμωτές στέγες και με κάποιες ανέσεις. Τα κτήματά τους ήταν τα καλύτερα της περιοχής και πάντοτε κοντά στους οικισμούς τους, ενώ ακόμα και στις περιπτώσεις που τα κτήματά τους ήταν μακριά από τους οικισμούς, το βράδυ, μετά την εργασία τους επέστρεφαν στα σπίτια τους για να κοιμηθούν με ασφάλεια. Απεντίας, οι Αλβανοί ζούσαν σε μικρά χωριά, διάσπαρτα στην ύπαιθρο, κοντά στα ζώα τους, τα οποία χωριά έπαιρναν συνήθως την ονομασία της φάρας τους ή το όνομα του αρχηγού της ομάδας που αποτελούσε το χωριό. Τα σπίτια τους ήταν πρόχειρες καλύβες χωρίς κάποιες έστω στοιχειώδεις ανέσεις.

Στην Μεσσηνία οι Αρβανίτες εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Τριφυλία, με κέντρο το Άνω Δώριο (Σουλιμά), σύντομα όμως εξαπλώθηκαν και σε άλλα μέρη. Το Σουλιμά, «Σούλι Μαδ», δηλαδή Σούλι Μεγάλο και τα γύρω χωριά, Ψάρι, Λάπι, Κλέσουρα, Αετός και άλλα, έγιναν το κέντρο του αλβανόφωνου πληθυσμού, ο οποίος με την πάροδο του χρόνου εξελληνίστηκε και απέκτησε γνήσια ελληνική εθνική συνείδηση. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί αγωνιστές της επανάστασης του 1821 όπως ο Μιαούλης, ο Ανδρούτσος, ο Γκρίτζαλης, ο Παπατσώρης και αμέτρητοι άλλοι, ήταν αρβανίτικης ρίζας και όμως προσέφεραν πάρα πολλά στον αγώνα της πατρίδας μας.

Στο Μαγγανιακό δεν εγκαταστάθηκαν Αρβανίτες, εγκαταστάθηκαν όμως στα κοντινά χωριά, Σιμίζα και Τζέμι (το Τζέμι βρισκότανε στο διάσελο μεταξύ του Μαυροματίου και της μονής Βουλκάνου) και δεν αποκλείεται με τις μετακινήσεις των κατοίκων και τις παντρειές, κάποιοι και από εμάς τους Μαγγανιακίτες να έχουμε αρβανίτικη ρίζα.

Οι Αρβανίτες, πριν κατέβουν νοτιότερα, ζούσαν στην περιοχή του Ελμπασάν και ανήκαν στην φάρα (πατριά) των Τόσκηδων.  Επειδή ήταν Χριστιανοί Ορδόδοξοι, αυτό τους έκανε να έχουν πάντοτε καλές σχέσεις με τους Έλληνες κατοίκους και να προσαρμοστούν αμέσως στην ελληνική κοινωνία. Οι Αρβανίτες της Τριφυλίας, θεωρούσαν τους άλλους ομοφύλους τους, της Μεσσηνίας, εκφυλισμένους και μόνο τους εαυτούς τους ήθελαν για γνήσιους πολεμιστές, «Ντρέδες».

Το 1454, ο Αρβανίτης οπλαρχηγός Πέτρος Μπούας, μαζί με τον τυχοδιώκτη Βυζαντινό Μ. Κατακουζηνό, ξεσηκώθηκαν κατά των Παλαιολόγων, οι οποίοι δυστυχώς, για να πνίξουν την ανταρσία ζήτησαν την βοήθεια του Μωάμεθ του πορθητή της Κων/πολης και φονιά του αδελφού τους Κωνσταντίνου. Ο Μωάμεθ έστειλε αμέσως στη Μεσσηνία τον Τουραχάν Πασά με μεγάλο στρατό, ο οποίος παρά την αντρεία των Τριφυλίων τελικά τους νίκησε και κατέκαψε την περιοχή. Ιδιαίτερα κατέστρεψε, εκ θεμελίων, τον Αετό και το Τζέμι.